Έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και ανήκει στην πρώτη γενιά μεγάλων ασκητών που ακολούθησε το Μέγα Αντώνιο. Στα ασκητικά & τα αγιολογικά κείμενα χαρακτηρίζεται Όσιος (=άγιος μοναχός) Σισώης ή Αββάς (=πατέρας) Σισώης. Το βιογραφικό του, με συντομία, έχει έτσι:
Ο Όσιος Σισώης έλαμψε με την πνευματική του σύνεση, την ταπεινοφροσύνη, τη φιλαδελφία και το ενδιαφέρον του στο να επιστρέψει και ένα μόνο αμαρτωλό. Μεταξύ των ασκητών αναδείχτηκε ονομαστός και μέγας, αθλητής της πρώτης γραμμής, τύπος εγκρατείας, αλλά και ψυχή πού προσευχόταν για δικαίους και αδίκους, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και ιδιώτες, κληρικούς και λαϊκούς και γενικά για όλο τον κόσμο.
Στη γη ήταν, αλλά η ζωή του ήταν ουράνια. Υψωμένος πάνω από τη σάρκα, που χαλιναγωγούσε τέλεια με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη θεία κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Η μνήμη του μένει υπόδειγμα σ' όσους θέλουν την ασκητική ζωή, για να είναι γνήσιοι και πραγματικοί ασκητές, όχι μόνο με την αντοχή του σώματος, αλλά και με την πνευματική αναγέννηση και τη λάμψη της αρετής.
Στη γη ήταν, αλλά η ζωή του ήταν ουράνια. Υψωμένος πάνω από τη σάρκα, που χαλιναγωγούσε τέλεια με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη θεία κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Η μνήμη του μένει υπόδειγμα σ' όσους θέλουν την ασκητική ζωή, για να είναι γνήσιοι και πραγματικοί ασκητές, όχι μόνο με την αντοχή του σώματος, αλλά και με την πνευματική αναγέννηση και τη λάμψη της αρετής.
Ο άγιος Σισώης στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου.
Από τη βιογραφία του αγίου ένα περιστατικό έγινε ιδιαίτερα γνωστό και απεικονίστηκε πολλές φορές στις ορθόδοξες εικόνες: η επίσκεψή του στον τάφο του Μεγαλέξανδρου.
Εκεί ο άγιος συνειδητοποίησε βαθύτατα τη ματαιότητα της γήινης δόξας και της βασιλικής εξουσίας και θρήνησε για την κοινή μοίρα των ανθρώπων, το θάνατο. Τότε φιλοσόφησε για το θάνατο και τη ζωή, τα προσωρινά και τα αιώνια. Η φιλοσοφία αυτή του αγίου Σισώη, και όλων των Πατέρων της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς, δεν είναι λιγότερο σημαντική από τη φιλοσοφική στάση του Διογένη π.χ. (τον οποίο, ως γνωστόν, είχε θαυμάσει ο Μ. Αλέξανδρος) ή από τη φιλοσοφία ως "μελέτη θανάτου" κατά τον Πλάτωνα.
Στην απεικόνιση του επεισοδίου βλέπουμε δύο δόξες: τη γήινη δόξα του ανθρώπου που έγινε ταυτόχρονα Μεγάλος Βασιλιάς (της Περσίας), Φαραώ της Αιγύπτου και Βασιλιάς των Ινδιών - αλλά μαράθηκε καταλήγοντας σ' ένα τάφο - και την ουράνια δόξα του αγίου, που είναι γεμάτη φως και μένει στους αιώνες. Υπόψιν ότι η θέωση (η ένωση με το Θεό εν Χριστώ και η πλήρης μεταμόρφωση του ανθρώπου σε θείο ον) ονομάζεται στην Αγία Γραφή "δοξασμός", δηλ. φωτισμός (στην Αγία Γραφή η λ. δόξα έχει και την κοινή έννοια, αλλά σημαίνει και φως).
Όταν στάθηκε μπροστὰ και αναλογίσθηκε το μεγαλείο, στο οποίο έζησε ο ενδοξώτατος αυτὸς βασιλιὰς των Ελλήνων, την δόξα που απέκτησε με τα κατορθώματά του στους πολέμους, που τον έκαμαν ήρωα και κατακτητὴ της εποχής εκείνης, έφριξε με την σκέψη πόσο άστατη είναι η ζωὴ και πόσο πρόσκαιρη η δόξα. Έκλαψε και θρήνησε για τη ματαιότητα όλης αυτής μιάς προσπάθειας που κατέλαβε όλη του την ζωή και που δεν του προσέφερε κανένα καλὸ στην ψυχή του.
Οι μαθητές του αββά Σισώη ζωγράφισαν την εικόνα του πνευματικού τους πατέρα κοντά στον τάφο, και έγραψαν και το εξής επίγραμμα:
Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στη θεωρία σου, και χύνω δάκρυα από την καρδιά μου, φέροντας στον νου μου το χρέος που του οφείλουμε όλοι (δηλαδὴ τον θάνατον). Πώς και εγώ μέλλω να διαβώ τέτοιο τέλος; Αί, αί, θάνατε, ποιὸς μπορεί να σου ξεφύγη;
Ένδοξος λοιπόν είναι ο άγιος, κάθε άγιος, και η εικόνα του προτείνει ένα δρόμο και ένα παράδειγμα προς μίμηση για κάθε άνθρωπο που ενδιαφέρεται για την αληθινή ελευθερία και τη ζωή. Δε χρειάζεται να πούμε άλλα.
Στιγμές από τη ζωή του αγίου Σισώη του Μεγάλου
1) Αδελφός που αδικήθηκε από άλλο αδελφό ήλθε προς τον αββά Σισώη και του λέγει:
- Αδικήθηκα από ένα αδελφό και θέλω να τον εκδικηθώ.
- Αδικήθηκα από ένα αδελφό και θέλω να τον εκδικηθώ.
Ο δε γέρων [=πνευματικός διδάσκαλος, δηλ. ο άγ. Σισώης] τον παρακαλούσε:
- Μη, τέκνο· αντιθέτως μάλιστα άφησε στο Θεό το έργο της εκδικήσεως.
Αυτός όμως έλεγε:
- Δεν θα παύσω, έως ότου εκδικηθώ για τον εαυτό μου.
Είπε δε ό γέρων:
- Ας προσευχηθούμε, αδελφέ. Και ο γέρωντας, αφού σηκώθηκε, είπε:
- Θεέ, δεν σε έχουμε πλέον ανάγκη να φροντίζεις για μας· διότι εμείς εκδικούμαστε μόνοι για λογαριασμό μας.
Μόλις λοιπόν άκουσε αυτά τα λόγια ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντος λέγοντας:
- Δεν θα είμαι πλέον σε αντιδικία με τον αδελφό, συγχώρεσε με, αββά.
2) Επισκέφθηκε κάποιος από τους αδελφούς τον αββά Σισώη στο όρος του αββά Αντωνίου. Και ενώ συνομιλούσαν, είπε στον αββά Σισώη:
- Δεν έφθασες ακόμα στά μέτρα του αββά Αντωνίου, πάτερ; Και του λέγει ο γέρων:
- Εάν είχα ένα από τους λογισμούς του αββά Αντωνίου, θα γινόμουν όλος φωτιά άλλ’ όμως γνωρίζω άνθρωπο πού με δυσκολία μπορεί να βαστάξει το λογισμό του.
3) Πειράσθηκε κάποτε ο Αβραάμ, ο μαθητής του αββά Σισώη, από δαίμονα και είδε ό γέρων ότι έπεσε και αφού σηκώθηκε, δήλωσε τα χέρια στον ουρανό λέγοντας:
- Θεέ, θέλεις δεν θέλεις, δεν θα σε αφήσω, εάν δεν τον θεραπεύσεις.
Και αμέσως θεραπεύτηκε.
4) Αδελφός ανακοίνωσε στον αββά Σισώη:
- Βλέπω ότι η μνήμη του Θεού παραμένει μέσα μου. Του λέγει ο γέρων:
- Δεν είναι σπουδαίο το να ευρίσκεται ο λογισμός σου στο Θεό σπουδαίο είναι το να βλέπεις τον εαυτό σου κατώτερο από όλη την κτίση. Διότι αυτό μαζί με το σωματικό κόπο οδηγεί στον τρόπο της ταπεινοφροσύνης.
5) Επισκέφθηκε ο αββάς Αδέλφιος, επίσκοπος Νειλουπόλεως, τον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου. Και όταν επρόκειτο ν’ αναχωρήσουν, πριν αρχίσουν την πορεία, τους έβαλε να φάγουν το πρωί, ήταν δε νηστεία. Και μόλις έστρωσαν τραπέζι, αδελφοί κρούουν τη θύρα. Είπε δε στο μαθητή του:
- Δώσε τους λίγο τραχανά, διότι έρχονται από κοπιαστική πορεία. Του λέγει ο αββάς Αδέλφιος:
- Άφησε τώρα, για να μη ειπούν ότι ο αββάς Σισώης τρώγει από το πρωί. Άλλα δεν τον επρόσεξε ο γέρων και λέγει στον αδελφό:
- Πήγαινε, δώσε τους. Όταν λοιπόν είδαν τον τραχανά, είπαν:
- Μήπως έχετε ξένους; Μήπως τρώγει και ο γέρων μαζί σας; Και τους είπε ό αδελφός:
- Ναι. Άρχισαν λοιπόν να στενοχωρούνται και να λέγουν ο Θεός να σάς συγχώρηση πού αφήσατε το γέροντα να φάγει. Η δεν γνωρίζετε ότι έχει κοπιάσει πολλές ήμερες; Και τους άκουσε ό επίσκοπος και έβαλε μετάνοια στο γέροντα λέγοντας:
- Συγχώρεσε με, αββά, που σκέφτηκα κάτι ανθρώπινο· εσύ δε έκανες την εντολή του Θεού.
Και του λέγει ο αββάς Σισώης:
- Εάν δεν δοξάσει τον άνθρωπο ο Θεός, η δόξα των ανθρώπων δεν είναι τίποτε.
6) Ρώτησε ο αββάς Άμμων της Ραϊθού στον αββά Σισώη:
- Όταν αναγινώσκω τη Γραφή, ο λογισμός μου θέλει να συντάξει ένα λόγιο για να το έχω σε περίπτωση επερωτήσεως. Του λέγει ο γέρων:
- «Ούκ έστι χρεία, αλλα μάλον εκ της καθαρότιτος του νοός κτήσαι σεαυτω και το αμεριμνειν και το λέγειν».
7) Τρείς γέροντες επισκέφθηκαν τον αββά Σισώη, επειδή είχαν ακούσει σχετικά με αυτόν. Και του λέει ο πρώτος:
- Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό; Αυτός δε δεν του αποκρίθηκε. Του λέει ο δεύτερος:
- Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από το βρυγμό των οδόντων και από τον ακοίμητο σκώληκα; Του λέγει ο τρίτος:
- Πάτερ, τί να κάνω πού με σκοτώνει η μνήμη του πηκτού σκότους; Αποκρινόμενος δε ο γέρων τους είπε:
- Εγώ δεν θυμούμαι τίποτε από αυτά· διότι, καθώς είναι φιλεύσπλαχνος ο θεός, ελπίζω ότι θα με ελεήσει. Όταν άκουσαν αυτόν το λόγο οι γέροντες έφυγαν λυπημένοι. Επειδή όμως ο γέρων δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας προς αυτούς είπε:
- Είσθε μακάριοι, αδελφοί, διότι σας εζήλευσα. Ο πρώτος σας είπε για τον πύρινο ποταμό, ό δεύτερος για τον Τάρταρο και ο τρίτος για το σκότος. Εάν λοιπόν ο νους σας κυριαρχεί σε τέτοια μνήμη, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Τί να κάνω εγώ όμως ο σκληρόκαρδος που δεν αφήνομαι ούτε να γνωρίσω ότι υπάρχει κόλαση για τους ανθρώπους και γι' αυτό αμαρτάνω κάθε ώρα; Και μετανοημένοι του είπαν:
- Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε [δηλ. ο άγιος είναι τόσο ταπεινός και ενάρετος, όσο λένε γι' αυτόν].
8) Ερώτησε ο αββάς Ιωσήφ τον αββά Σισώη:
- Σε πόσο χρόνο πρέπει να αποκόπτει ο άνθρωπος τα πάθη; Του λέγει ό γέρων:
- Τους χρόνους θέλεις να μάθεις; Λέγει ο αββάς Ιωσήφ:
- Ναι. Λέγει λοιπόν ο γέρων:
- Όποια ώρα έρχεται το πάθος, αμέσως κόψε το.
9) Ήρθαν κάποτε μερικοί Αρειανοί [οπαδοί της αίρεσης του αρειανισμού] στον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου, και άρχισαν να κατακρίνουν τους Ορθοδόξους. Ο δε γέρων δεν τους αποκρίθηκε τίποτε και αφού φώναξε το μαθητή του, είπε:
- Αβραάμ, φέρε μου το βιβλίο του αγίου Αθανασίου και διάβασε το. Και ενώ αυτοί σιωπούσαν, αποκαλύφθηκε η αίρεση τους. Και τους απέλυσε ειρηνικά.
10) Είπε ο αββάς Σισώης:
- Όταν υπάρχει άνθρωπος πού σε φροντίζει, δεν πρέπει να τον διατάσσεις. 11)Ερώτησε κάποιος από τους πατέρες τον αββά Σισώη:
- Εάν κάθομαι στην έρημο και έλθει βάρβαρος πού θέλει να με φονεύσει και τον καταφέρω, να τον φονεύσω; Και του είπε ό γέρων:
- Όχι, αλλά παράδωσε τον στο Θεό. Διότι όποιος πειρασμός έλθει στον άνθρωπο, να λέγει, τούτο συνέβηκε για τις αμαρτίες μου, οποιοδήποτε δε αγαθό, με τη χάρη του Θεού.
12 ) Αδελφός ερώτησε γέροντα:
- Τί να κάνω πού θλίβομαι για το εργόχειρο; Διότι αγαπώ το πλεκτό, άλλα δεν μπορώ να το εργασθώ. Λέγει Ο γέρων:
- Ό αββάς Σισώης έλεγε ότι δεν πρέπει να εργαζόμαστε το έργο πού μας ικανοποιεί.
13 ) Είπε ο αββάς Σισώης:
- Να εξουδενωθείς, να βάλεις το θέλημα σου πίσω και να γίνεις αμέριμνος και θα έχεις ανάπαυση.
14 ) Αδελφός ερώτησε τον αββά Σισώη:
- Τί να κάνω για τα πάθη; Και λέγει ό γέρων:
- Ό καθένας μας πειράζεται από την δική του επιθυμία.
15 ) Αδελφός παρεκάλεσε τον αββά Σισώη:
- Είπε μου ένα λόγο. Αυτός δε είπε:
- Τί με αναγκάζεις να φλυαρήσω. Ιδού, ότι βλέπεις, κάνε το.
- Μη, τέκνο· αντιθέτως μάλιστα άφησε στο Θεό το έργο της εκδικήσεως.
Αυτός όμως έλεγε:
- Δεν θα παύσω, έως ότου εκδικηθώ για τον εαυτό μου.
Είπε δε ό γέρων:
- Ας προσευχηθούμε, αδελφέ. Και ο γέρωντας, αφού σηκώθηκε, είπε:
- Θεέ, δεν σε έχουμε πλέον ανάγκη να φροντίζεις για μας· διότι εμείς εκδικούμαστε μόνοι για λογαριασμό μας.
Μόλις λοιπόν άκουσε αυτά τα λόγια ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντος λέγοντας:
- Δεν θα είμαι πλέον σε αντιδικία με τον αδελφό, συγχώρεσε με, αββά.
2) Επισκέφθηκε κάποιος από τους αδελφούς τον αββά Σισώη στο όρος του αββά Αντωνίου. Και ενώ συνομιλούσαν, είπε στον αββά Σισώη:
- Δεν έφθασες ακόμα στά μέτρα του αββά Αντωνίου, πάτερ; Και του λέγει ο γέρων:
- Εάν είχα ένα από τους λογισμούς του αββά Αντωνίου, θα γινόμουν όλος φωτιά άλλ’ όμως γνωρίζω άνθρωπο πού με δυσκολία μπορεί να βαστάξει το λογισμό του.
3) Πειράσθηκε κάποτε ο Αβραάμ, ο μαθητής του αββά Σισώη, από δαίμονα και είδε ό γέρων ότι έπεσε και αφού σηκώθηκε, δήλωσε τα χέρια στον ουρανό λέγοντας:
- Θεέ, θέλεις δεν θέλεις, δεν θα σε αφήσω, εάν δεν τον θεραπεύσεις.
Και αμέσως θεραπεύτηκε.
4) Αδελφός ανακοίνωσε στον αββά Σισώη:
- Βλέπω ότι η μνήμη του Θεού παραμένει μέσα μου. Του λέγει ο γέρων:
- Δεν είναι σπουδαίο το να ευρίσκεται ο λογισμός σου στο Θεό σπουδαίο είναι το να βλέπεις τον εαυτό σου κατώτερο από όλη την κτίση. Διότι αυτό μαζί με το σωματικό κόπο οδηγεί στον τρόπο της ταπεινοφροσύνης.
5) Επισκέφθηκε ο αββάς Αδέλφιος, επίσκοπος Νειλουπόλεως, τον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου. Και όταν επρόκειτο ν’ αναχωρήσουν, πριν αρχίσουν την πορεία, τους έβαλε να φάγουν το πρωί, ήταν δε νηστεία. Και μόλις έστρωσαν τραπέζι, αδελφοί κρούουν τη θύρα. Είπε δε στο μαθητή του:
- Δώσε τους λίγο τραχανά, διότι έρχονται από κοπιαστική πορεία. Του λέγει ο αββάς Αδέλφιος:
- Άφησε τώρα, για να μη ειπούν ότι ο αββάς Σισώης τρώγει από το πρωί. Άλλα δεν τον επρόσεξε ο γέρων και λέγει στον αδελφό:
- Πήγαινε, δώσε τους. Όταν λοιπόν είδαν τον τραχανά, είπαν:
- Μήπως έχετε ξένους; Μήπως τρώγει και ο γέρων μαζί σας; Και τους είπε ό αδελφός:
- Ναι. Άρχισαν λοιπόν να στενοχωρούνται και να λέγουν ο Θεός να σάς συγχώρηση πού αφήσατε το γέροντα να φάγει. Η δεν γνωρίζετε ότι έχει κοπιάσει πολλές ήμερες; Και τους άκουσε ό επίσκοπος και έβαλε μετάνοια στο γέροντα λέγοντας:
- Συγχώρεσε με, αββά, που σκέφτηκα κάτι ανθρώπινο· εσύ δε έκανες την εντολή του Θεού.
Και του λέγει ο αββάς Σισώης:
- Εάν δεν δοξάσει τον άνθρωπο ο Θεός, η δόξα των ανθρώπων δεν είναι τίποτε.
6) Ρώτησε ο αββάς Άμμων της Ραϊθού στον αββά Σισώη:
- Όταν αναγινώσκω τη Γραφή, ο λογισμός μου θέλει να συντάξει ένα λόγιο για να το έχω σε περίπτωση επερωτήσεως. Του λέγει ο γέρων:
- «Ούκ έστι χρεία, αλλα μάλον εκ της καθαρότιτος του νοός κτήσαι σεαυτω και το αμεριμνειν και το λέγειν».
7) Τρείς γέροντες επισκέφθηκαν τον αββά Σισώη, επειδή είχαν ακούσει σχετικά με αυτόν. Και του λέει ο πρώτος:
- Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό; Αυτός δε δεν του αποκρίθηκε. Του λέει ο δεύτερος:
- Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από το βρυγμό των οδόντων και από τον ακοίμητο σκώληκα; Του λέγει ο τρίτος:
- Πάτερ, τί να κάνω πού με σκοτώνει η μνήμη του πηκτού σκότους; Αποκρινόμενος δε ο γέρων τους είπε:
- Εγώ δεν θυμούμαι τίποτε από αυτά· διότι, καθώς είναι φιλεύσπλαχνος ο θεός, ελπίζω ότι θα με ελεήσει. Όταν άκουσαν αυτόν το λόγο οι γέροντες έφυγαν λυπημένοι. Επειδή όμως ο γέρων δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας προς αυτούς είπε:
- Είσθε μακάριοι, αδελφοί, διότι σας εζήλευσα. Ο πρώτος σας είπε για τον πύρινο ποταμό, ό δεύτερος για τον Τάρταρο και ο τρίτος για το σκότος. Εάν λοιπόν ο νους σας κυριαρχεί σε τέτοια μνήμη, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Τί να κάνω εγώ όμως ο σκληρόκαρδος που δεν αφήνομαι ούτε να γνωρίσω ότι υπάρχει κόλαση για τους ανθρώπους και γι' αυτό αμαρτάνω κάθε ώρα; Και μετανοημένοι του είπαν:
- Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε [δηλ. ο άγιος είναι τόσο ταπεινός και ενάρετος, όσο λένε γι' αυτόν].
8) Ερώτησε ο αββάς Ιωσήφ τον αββά Σισώη:
- Σε πόσο χρόνο πρέπει να αποκόπτει ο άνθρωπος τα πάθη; Του λέγει ό γέρων:
- Τους χρόνους θέλεις να μάθεις; Λέγει ο αββάς Ιωσήφ:
- Ναι. Λέγει λοιπόν ο γέρων:
- Όποια ώρα έρχεται το πάθος, αμέσως κόψε το.
9) Ήρθαν κάποτε μερικοί Αρειανοί [οπαδοί της αίρεσης του αρειανισμού] στον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου, και άρχισαν να κατακρίνουν τους Ορθοδόξους. Ο δε γέρων δεν τους αποκρίθηκε τίποτε και αφού φώναξε το μαθητή του, είπε:
- Αβραάμ, φέρε μου το βιβλίο του αγίου Αθανασίου και διάβασε το. Και ενώ αυτοί σιωπούσαν, αποκαλύφθηκε η αίρεση τους. Και τους απέλυσε ειρηνικά.
10) Είπε ο αββάς Σισώης:
- Όταν υπάρχει άνθρωπος πού σε φροντίζει, δεν πρέπει να τον διατάσσεις. 11)Ερώτησε κάποιος από τους πατέρες τον αββά Σισώη:
- Εάν κάθομαι στην έρημο και έλθει βάρβαρος πού θέλει να με φονεύσει και τον καταφέρω, να τον φονεύσω; Και του είπε ό γέρων:
- Όχι, αλλά παράδωσε τον στο Θεό. Διότι όποιος πειρασμός έλθει στον άνθρωπο, να λέγει, τούτο συνέβηκε για τις αμαρτίες μου, οποιοδήποτε δε αγαθό, με τη χάρη του Θεού.
12 ) Αδελφός ερώτησε γέροντα:
- Τί να κάνω πού θλίβομαι για το εργόχειρο; Διότι αγαπώ το πλεκτό, άλλα δεν μπορώ να το εργασθώ. Λέγει Ο γέρων:
- Ό αββάς Σισώης έλεγε ότι δεν πρέπει να εργαζόμαστε το έργο πού μας ικανοποιεί.
13 ) Είπε ο αββάς Σισώης:
- Να εξουδενωθείς, να βάλεις το θέλημα σου πίσω και να γίνεις αμέριμνος και θα έχεις ανάπαυση.
14 ) Αδελφός ερώτησε τον αββά Σισώη:
- Τί να κάνω για τα πάθη; Και λέγει ό γέρων:
- Ό καθένας μας πειράζεται από την δική του επιθυμία.
15 ) Αδελφός παρεκάλεσε τον αββά Σισώη:
- Είπε μου ένα λόγο. Αυτός δε είπε:
- Τί με αναγκάζεις να φλυαρήσω. Ιδού, ότι βλέπεις, κάνε το.
ΤΟ ΕΠΙΓΕΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΣΙΣΩΗ.
΄Ελεγαν περί του Αββά Σισώη, ότι, όταν επρόκειτο να πεθάνει, και ενώ ευρίσκονταν οι πατέρες της σκήτης γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του όπως ο ήλιος και είπε στους παρευρισκομένους ότι:
« Ο ΄Αγιος Αντώνιος ήλθε».
Και μετά από λίγο είπε: «να ο χορός [=ομάδα] των Προφητών ήλθε». Και πάλιν το πρόσωπο του έλαμψε περισσότερο και είπε: «να ο χορός των Αποστόλων ήλθε». Και διπλασιάστηκε ο φωτισμός του προσώπου του και άρχισε να ομιλεί με κάποιους. Τότε τον ρώτησαν οι πατέρες: «με ποιόν ομιλείς πάτερ»; Και αυτός τους απάντησε: «με τους Αγγέλους που ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή μου και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο για να μετανοήσω».
Και λέγουν προς αυτόν οι πατέρες: «Δεν έχεις ανάγκη μετανοίας πάτερ». Και τους απάντησε ο Αββάς Σισώης: «αλήθεια σας λέγω ότι δεν έχω βάλει ακόμη αρχή»!!! Και έμαθαν πάντες ότι ήταν τέλειος. Και πάλι ξαφνικά έγινε το πρόσωπό του ολόλαμπρο και εφοβήθηκαν όλοι, που ήσαν κοντά του, και είπε προς αυτούς: «Βλέπετε ο Κύριος ήλθε και λέγει, φέρετε μου το σκεύος της ερήμου», και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα και γέμισε όλο το κελλί του από άρρητη ευωδία.
Ελπίδα και στήριξη στον αμαρτωλό
Ένας μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη:
«΄Επεσα πάτερ. Τι να κάνω;»
«Σήκω», του είπε, με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο άγιος Γέροντας.
«Σηκώθηκα Αββά μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία», ομολόγησε με θλίψη ο αδελφός.
«Και τι σε εμποδίζει να ξανασηκωθείς;»
«Ως πότε Αββά» ρώτησε ο αδελφός.
«΄Εως ότου να σε βρή ο θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση. Δεν είναι γραμμένο όπου ευρώ σε εκεί και κρινώ σε; Μόνο εύχου στο Θεό να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια.» του εξήγησε ο Αββάς Σισώης.
Από τη φιλοσοφία του αγίου περί θανάτου
Τρία πράγματα με συγκλονίζουν, αδελφοί, έλεγε ο Αββάς Σισώης:
1. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
2. Η εμφάνισή μου ενώπιον του αδεκάστου Κριτού.
Και 3. Η εναντίον μου καταδικαστική απόφαση.
ΤΑΙΣ ΤΟΥ ΣΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΙΣΩΗ ΠΡΕΣΒΕΙΑΙΣ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου