ΧΑΡΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ
ΕΥΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ.



Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΤΟΝ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΜΟ,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΠΙΣΤΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΓΙ'ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙἈΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!!!!!!!!


Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΘΕΛΕΙ ΟΧΙ Ν΄ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ,ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΟΥΝ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΤΟ ΦΡΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΙΣΤΗ.
ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ







ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΘΕΣΗ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;


1.Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

2.Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ;

3.Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

4.ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ;






ΑΡΑΓΕ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ;



ΤΡΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Α) ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Β)ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Γ)ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ.

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ




















Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ & ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ
Ο Οσιομάρτυρας Διονύσιος, μοναχός της Μονής Βατοπαιδίου, απεστάλη το 1822 στην Κρήτη, ως συνοδός της Αγίας Ζώνης της Θεοτόκου εξαιτίας μιας επιδημίας που μάστιζε το νησί. Επειδή τότε εκδηλώθηκε και στην Κρήτη η επανάσταση, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν ως όμηρο και τον πίεζαν να ασπαστεί τον Ισλαμισμό.
Επειδή αρνήθηκε, οι Τούρκοι τον βασάνισαν τρυπώντας με πυρακτωμένη σούβλα τα μηνίγγια του. Παραμένοντας σταθερός και ανυποχώρητος στην πίστη οδηγήθηκε την Καθαρά Δευτέρα του 1822 στην αγχόνη. Ως τέλειος μάρτυρας και ομολογητής κατετάγη με Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας. Ως ημέρα της μνήμης του ορίστηκε η 31η Ιουλίου.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ

 

 
 ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ
Η αγία Ειρήνη ήκμασε μετά από την περίοδο της εικονομαχίας και τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου το 842 μ.Χ.
Μετά από την αναστήλωση των αγίων εικόνων η αυτοκράτειρα Θεοδώρα έψαχνε να βρει σύζυγο για τον υιό της Μιχαήλ. Οι απεσταλμένοι της διάλεξαν την Ειρήνη από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, την οποία οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη.
Στο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη η αγία συναντήθηκε με τον γέροντα Ιωαννίκιο, φημισμένο ασκητή της εποχής που ζούσε στον Όλυμπο της Μικράς Ασίας και αυτός της προείπε σχετικά με την μοναχική ζωή η οποία την περίμενε.
Όταν έφτασαν στην Βασιλεύουσα, ο Μιχαήλ είχε διαλέξει ήδη γυναίκα και έτσι η Ειρήνη, αφού μοίρασε την περιουσία της, εκάρη μοναχή στην Μονή Χρυσοβαλάντου, όπου ο ζήλος της για την άσκηση υπήρξε θαυμαστός.
Ακούραστα, με ταπείνωση και χωρίς κανένα γογγυσμό, υποτάσσονταν σε όλες τις αδελφές.
Είχε μόνο ένα ράσο που το άλλαζε κάθε Πάσχα και η ζωή της υπήρξε τόσο θαυμαστή ώστε μετά τον θάνατο της ηγουμένης, εξελέγη η αγία Ειρήνη ως ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.
Συνεχής προσευχή , νηστεία, σωματική άσκηση και πνευματική διδασκαλία σε όσους έρχονταν κοντά της ήταν τα χαρίσματά που την διέκριναν και για τα οποία ο Θεός την προίκισε με το προορατικό χάρισμα.
Πολλά θαύματα έγιναν με τις προσευχές της, δαιμονισμένοι θεραπεύτηκαν, άνθρωποι που βρίσκονταν σε ποικίλους κινδύνους σώθηκαν και η αγία Ειρήνη έγινε φάρος φωτεινός, τον οποίο επισκέπτονταν πλήθος πιστών για να πάρουν την ευχή της και να στερεωθούν στον αγώνα τους .
Είχε την ευλογία να λάβει μέσω ενός ναύτη από τη Πάτμο, από τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο ο οποίος παρουσιάστηκε ως γέροντας περπατώντας επάνω στα κύματα, τρία μήλα, ως σύμβολο της ευφροσύνης του Παραδείσου.
Από τα μήλα αυτά, το ένα το έκοβε και το έτρωγε επί σαράντα μέρες και ένοιωθε απερίγραπτη χαρά και ευφροσύνη, το δεύτερο το μοίρασε στις αδελφές και το τρίτο το φύλαξε. Άγγελος Κυρίου την επισκέφθηκε και την προετοίμασε για την αναχώρηση της από τον μάταιο τούτο κόσμο ένα χρόνο πριν το θάνατό της.
Την παραμονή της εκδημίας της, στις 27 Ιουλίου, αφού κοινώνησε και έφαγε το μήλο που είχε φυλαγμένο, άρρητη ευωδία σκέπασε ολόκληρη την Ιερά Μονή.
Κάλεσε της αδελφές και ανήγγειλλε την αναχώρηση της. Προσευχήθηκε και παρέδωσε την μακαρία ψυχής της στα χέρια του Θεού σε ηλικία εκατόν τριών χρονών αφού έλαμψε το πρόσωπο της.
Άπειρα τα θαύματα που ο Θεός καθημερινά κάνει δια πρεσβειών των Αγίων του.
Μέσα σε αυτά, άπειρα και τα θαύματα που γίνονται με τις πρεσβείες της Αγίας Ειρήνης, ηγουμένης της Μονής Χρυσοβαλάντου σε όσους με πίστη και πόθο επικαλούνται το όνομα του Άγιου Θεού και τις πρεσβείες της Αγίας η οποία ενώθηκε αιώνια μαζί Του μέσα από την ζωή την οποία προβάλει η Αγία μας Εκκλησία.
Γέννηση και καταγωγή
Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα, όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού
Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα
Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.
Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.
Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.
  Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.
  Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ & Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Μοναχή και Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου

Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.
 Ο άγγελος-οδηγός
Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.
  Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».
  Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο 'Αρχων Φιλάρετος ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ.
Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της αγίας
Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε˙ και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.
Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.
 Τα θεόσταλτα μήλα
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.
Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.
  Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.
  Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.
  Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλήψει τα επίγεια.
Η οσιακή της κοίμηση
Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.
Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».
Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου.
Η οσία Ειρήνη στην αγιογραφία
Στην ορθόδοξη αγιογραφία, η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης, να κρατάει στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα. Ο άγγελος, ο οποίος την βοηθούσε στο δύσκολο έργο της σωτηρίας των ψυχών, στέκεται μπροστά της κρατώντας ειλητάριο με τμήμα του χαιρετισμού που της απηύθυνε («Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη…»). Ειλητάριο κρατεί και η αγία στο αριστερό της χέρι, το οποίο αναγράφει παραινέσεις της οσίας (συνήθως, διαβάζεται η φράση: «Φως μοναχών, άγγελοι˙ φως κοσμικών, μοναχοί…»). Δίπλα στην αγία, αγιογραφείται το κυπαρίσσι που λύγιζε, όταν εκείνη προσευχόταν με δεμένο το λευκό πανί στην κορυφή του, ενώ στο βάθος φαίνεται η μονή του Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σε μια από τις θύρες της μονής, απεικονίζεται η καλόγρια που είδε την αγία να αιωρείται προσευχόμενη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της μονής Χρυσοβαλάντου, στις 28 Ιουλίου.
 

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ & ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΗΝΟΥ

 

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝΟΣ ΤΟΥ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ & ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ

Βίος του Αγίου Παντελεήμονα του Ιαματικού και Μεγαλομάρτυρα
Γέννηση και παιδική ηλικία
Γονείς του ήταν ο Ευστόργιος και η Ευβούλη, ένα από τα πλούσια αντρόγυνα της Νικομήδειας, καθόσον ο άντρας ήταν μέλος της Συγκλήτου. Ήταν όμως ο Ευστόργιος ειδωλολάτρης. Αντίθετα η γυναίκα του Ευβούλη άνηκε στη χριστιανική κοινότητα της Νικομήδειας. Από αυτό λοιπόν το αντρόγυνο του ειδωλολάτρη Ευστόργιου και της πιστής χριστιανής Ευβούλης γεννήθηκε ο Παντολέων. Όπως ήταν φυσικό, η μεν μητέρα του από πολύ ενωρίς έσπειρε στην εύπλαστη ψυχή και στο νου του παιδιού της τα σπέρματα της χριστιανικής πίστης και ζωής, ο δε πατέρας προσπάθησε να του εμφυσήσει τη λατρεία των ειδώλων. Η μητέρα του τον άφησε ορφανό, αφού έφυγε ενωρίς από την παρούσα ζωή.
Εγκύκλια και ιατρικά μόρφωση
Ο Παντολέων μαθήτευσε κοντά στον Ευφρόσυνο, πού ήταν ο πιο διακεκριμένος γιατρός της Νικομήδειας και προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας βλέποντας τα σπάνια προσόντα του νεαρού Παντολέοντα, υπέδειξε στον Ευφρόσυνο να του διδάξει την ιατρικήν πάσαν, προκειμένου αργότερα να τον προσλάβει ως γιατρό εις τα βασίλεια.
Οι διωγμοί - Η γνωριμία με τον Ερμόλαο
Στην αυγή του 4ου αιώνα ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε τον σφοδρότερο ίσως διωγμό εναντίον του Χριστιανισμού. Μέσα σ’ αυτό το φοβερό από κάθε άποψη κλίμα άσκησε την ιατρική  του τέχνη ο νεαρός ακόμα ιατρός Παντολέων. Θλιβόταν πραγματικά η ψυχή του καθώς έβλεπε να διώκονται τόσο ανελέητα οι χριστιανοί. Και η χάρη του Θεού οδήγησε τα βήματά του στη γνωριμία με τρία πρόσωπα, πού επρόκειτο να ασκήσουν σημαντική επίδραση επάνω του.
  Παρόλον ότι ο Παντολέων δεν εγνώριζε την ύπαρξη του Ερμόλαου, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τον ιερέα του Υψίστου. Διότι ο ιερέας είχε υπόψη του τα σχετικά με τον ταλαντούχο νέο γιατρό, πού προοριζόταν και για γιατρός των ανακτόρων. Του είχε κάνει εντύπωση η σεμνότητα του και η αγάπη προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους του. Έτσι, όταν μία μέρα έτυχε εκείνον να περνάει έξω από το σπίτι στο οποίο κρυβόταν, χωρίς να διστάσει, κινούμενος από θεία έμπνευση, έστειλε και προσκάλεσε τον Παντολέοντα να επισκεφθεί όσους κρύβονταν μαζί με τον ίδιο στην οικία εκείνη.
Τα γεμάτα αγάπη και χριστιανική σοφία λόγια του Ερμόλαου δεν άργησαν να ηχήσουν λυτρωτικά στην καρδιά του Παντολέοντα. Τόσο την πρώτη αυτή φορά όσο και κατά τις επισκέψεις πού ακολούθησαν, ο Ερμόλαος κατήχησε τον Παντολέοντα στη χριστιανική πίστη.
Βαπτίζεται χριστιανός. Αργότερα και ο πατέρας του
Ο Παντολέων ζήτησε το θειο Βάπτισμα και ο Ερμόλαος αφού άκουσε από το στόμα του την ομολογία πίστεως, προχώρησε στη βάπτισή του. Μη θέλοντας μάλιστα να τον συνδέει τίποτα με τα παλαιά, άλλαξε και το όνομά του και αντί Παντολέων ονομάστηκε έκτοτε Παντελεήμων. Κοντά στους τρεις ιερείς, πού παρέμεναν κρυμμένοι, έμεινε μετά τη βάπτισή του ο Παντελεήμων για επτά ημέρες. Την όγδοη επέστρεψε στο πατρικό σπίτι, νέος πλέον άνθρωπος κατά την ψυχή.
Και ενώ η βάπτιση του κρατήθηκε για ένα διάστημα μυστική από τους εθνικούς, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα του, ο Παντελεήμων φλεγόταν από τον ιερό πόθο να γίνει και τοις άλλοις του μυστηρίου διδάσκαλος. Φυσικά, πρώτιστα ενδιαφέρθηκε για τον πατέρα του Ευστόργιο. Ο Παντελεήμων προσευχόταν και δόξαζε τον Θεό, καθώς διαπίστωνε ότι διορθωνόταν σταδιακά «η πατρική πλάνη», ψυχραινόταν η πίστη του Ευστόργιου προς τα είδωλα, αραίωναν οι θυσίες στους ψεύτικους θεούς. Ο πατέρας του Παντελεήμονα δέχεται το χριστιανικό βάπτισμα, χάρη στην προσπάθεια του γιου του. Και πολύ σύντομα κλήθηκε να συναντήσει τη γυναίκα του στον ουρανό.
Παντελεήμων, ο ανάργυρος ιατρός
Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Παντελεήμων έμεινε κληρονόμος μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας. Απελευθέρωσε τους δούλους πού είχε ο πατέρας του, αφού τους χάρισε ένα μέρος της περιουσίας του η οποία είχε αποκτηθεί χάρη και στη δική τους εργασία, προκειμένου να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Τα δε υπόλοιπα «χείρες είχον πενήτων», τα μοίρασε στα χέρια των φτωχών της Νικομήδειας, δηλαδή σε γέροντες, χήρες, ορφανά, αρρώστους, εγκαταλειμμένους.
Ο Παντελεήμων πρόσφερε τις ιατρικές του γνώσεις και υπηρεσίες κυρίως στους φτωχούς και τους ανήμπορους, χωρίς καμία αμοιβή. Το μόνο πού ζητούσε από τους θεραπευόμενους ήταν να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό για να σωθούν αιώνια. Όταν μάλιστα συνέβαινε να κάνει καλά και κάποιους πλουσίους κι εκείνοι του πρόσφεραν μεγάλες αμοιβές, τους έλεγε· «αυτά πού υποσχεθήκατε να δώσετε σ’ εμένα, πηγαίνετε να τα δώσετε στους φτωχούς».
Επιβραβεύοντας ο Θεός την όλη βιοτή, τη φιλάνθρωπη και ανάργυρη δράση του Παντελεήμονα, τον προίκισε με τη χάρη να ενεργεί διάφορα θαύματα, πού έγιναν σταδιακά γνωστά στη Νικομήδεια, προκαλώντας το θαυμασμό των απλών ανθρώπων και την οργή των ειδωλολατρών. Ανάμεσα στα θαύματα περιλαμβάνονται η ανάσταση ενός παιδιού πού είχε πεθάνει μετά από τσίμπημα έχιδνας, η θεραπεία ενός τυφλού και ενός άλλου πού ήταν παράλυτος.
Αρχίζουν οι συκοφαντίες και οι δοκιμασίες του
Η χωρίς αμοιβή άσκηση της ιατρικής εκ μέρους του Αναργύρου Παντελεήμονος κίνησε το φθόνο των άλλων γιατρών της Νικομήδειας. Ιδιαίτερα τους ενοχλούσε το γεγονός ότι εκείνος με τη χάρη του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού θαυματουργούσε σε δύσκολες περιπτώσεις, ενώ οι ίδιοι παρά την επίκληση των θεών τους τίποτα δεν κατάφερναν. Ο φθόνος τους λοιπόν τους ώθησε στο να καταγγείλουν στον αυτοκράτορα ότι ο ευνοούμενος του και μελλοντικός μετά τον Ευφρόσυνο γιατρός των ανακτόρων, είναι χριστιανός.
Έτσι έδωσε διαταγή ο Διοκλητιανός να συλλάβουν τον Παντελεήμονα. Με υποσχέσεις και καλοπιάσματα θέλησε να δελεάσει τον Παντελεήμονα, ώστε να απαρνηθεί τη χριστιανική του πίστη και να θυσιάσει στα είδωλα. Φυσικά τον ρώτησε για να μάθει από ποιόν κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη. Ο Παντελεήμων, «μη ειδώς ψεύσασθαι» απάντησε λέγοντας «από τον Ερμόλαο». Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα έλαβαν επείγουσα εντολή, συνέλαβαν τον Ερμόλαο μαζί με τους Έρμιππο και Ερμοκράτη, και όταν και οι τρεις «παρρησία τον Χριστόν εκήρυξαν», δέχτηκαν τον διά του ξίφους θάνατο. (Η μνήμη τους στις 26 Ιουλίου).
Η γεμάτη παρρησία απάντηση του γενναίου ομολογητή του Χριστού στις υποσχέσεις είχε ως περιεχόμενο και στόχο να πείσει τον αυτοκράτορα ότι ενώ οι δικοί του θεοί ως ψεύτικοι είναι εντελώς αδύνατοι, ο δικός του Θεός είναι παντοδύναμος. Αν μάλιστα ήθελε να το διαπιστώσει και στην πράξη θα μπορούσε κάνει μία δοκιμή, πρόκληση την οποία ο αυτοκράτορας αποδέχτηκε.
Η θεραπεία του παραλυτικοί και η καταδίκη σε θάνατο
Ο αυτοκράτορας διέταξε να φέρουν ενώπιον του έναν παράλυτο άνθρωπο και Πρόσταξε στους ιερείς των ειδώλων να τον θεραπεύσουν, επικαλούμενοι τους θεούς τους. Εκείνοι προσπάθησαν, ικέτευσαν, επικαλέστηκαν. Πλην ματαίως, αφού τα είδωλα των εθνικών ήταν άφωνα και κουφά! Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός ζήτησε από τον Παντελεήμονα να επικαλεστεί το Θεό στον οποίο πίστευε και να θεραπεύσει τον παραλυτικό. Ο Ιησούς Χριστός, διά των πρεσβειών του Παντελεήμονα, θεράπευσε τον παράλυτο, προς μεγάλη ικανοποίηση και θαυμασμό πολλών παρισταμένων, φθόνο των άλλων ειδωλολατρών γιατρών και προβληματισμό του αυτοκράτορα. Όμως ο αυτοκράτορας με κολακείες και καλοπιάσματα προσπάθησε να μεταπείσει τον Παντελεήμονα, αλλά όταν είδε πως ομολογεί την χριστιανική του πίστη έδωσε εντολή για τα μαρτύρια του. 
Αφόρητα μαρτύρια αλλά και θεία προστασία
Κατά πρώτον τον κρέμασαν σ’ ένα ξύλο και ενώ με σιδερένια νύχια καταξέσχισαν το σώμα του, με αναμμένες λαμπάδες του έκαιγαν τα πλευρά, προκαλώντας αβάσταχτους πόνους.
Όμως εκείνος υπέμενε με καρτερία διότι προσευχόταν με υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό, απ’ όπου αντλούσε τη δύναμη για να βαστάσει με θάρρος το μαρτύριο.
Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός διέταξε να λειώσουν σ’ ένα μεγάλο καζάνι μόλυβδο κι ενώ οι δήμιοι θα τροφοδοτούσαν αδιάκοπα με ξύλα τη φωτιά, να ρίξουν μέσα στο λειωμένο μέταλλο τον Παντελεήμονα. Καθώς οδηγούσαν το μεγαλομάρτυρα στη νέα αυτή δοκιμασία, εκείνος εύρισκε καταφυγή στην προσευχή, πού ήταν ικανή «να σβήσει το καζάνι και να προκαλέσει θαυμαστή αναψυχή».
Ο μεγαλομάρτυς Παντελεήμων είχε ολοφάνερη σε όλους τη θεία προστασία, αλλά και ο αδίστακτος τύραννος διέθετε τόση μανία και μίσος κατά του γενναίου αθλητή, πού έδωσε αμέσως εντολή να ριχτεί στη θάλασσα. Οι δήμιοι κρέμασαν από τον τράχηλο του μεγαλομάρτυρα μια βαριά πέτρα και τον πέταξαν στη θάλασσα της Νικομήδειας. Ο Θεός με θαυμαστό τρόπο τον ελευθέρωσε από τη βαριά πέτρα, προς έκπληξη δε και θαυμασμό των παρισταμένων τον είδαν να βγαίνει στην επιφάνεια και σε λίγο να περπατάει στην παραλία! Πολλοί βλέπουντας αυτό πίστεψαν στον Χριστό.
Έτσι λοιπόν έδωσε νέα εντολή: Να ριχτεί ο άκαμπτος χριστιανός στα άγρια θηρία. Τα πεινασμένα ζώα αντί να ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν, στάθηκαν σε μικρή απόσταση απ’ αυτόν και τον κοίταξαν ήρεμα.
Ο Διοκλητιανός δίνει εντολή να οδηγηθεί ο μεγαλομάρτυς στη φυλακή, όπου οι δήμιοι τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού αυτός αποδεικνυόταν «και πάσης πέτρας στερρότερος». Τέλος ο αυτοκράτορας έδωσε την τελική απόφαση: Να αποκεφαλίσουν τον Παντελεήμονα με ξίφος.
Το μακάριο τέλος
Έτσι οι δήμιοι οδήγησαν το γενναίο ομολογητή και μάρτυρα του Χριστού έξω από την πόλη της Νικομήδειας. Στη διαδρομή αυτή εκείνος δεν έπαψε να προσεύχεται, ν’ απαγγέλει στίχους ψαλμικούς. Όταν έφτασαν στο σημείο του μαρτυρίου, ο Παντελεήμων έσκυψε τον αυχένα για να δεχθεί τον διά ξίφους θάνατο.
«Του έκοψαν το ιερό κεφάλι, λένε όμως ότι έτρεξε γάλα αντί για αίμα. Νομίζω δε πώς αυτό είναι απόδειξη της καθαρότητας και της φωτεινότητας της ψυχής του» (Νικήτας ο Παφλαγών).
Οι διωκόμενοι χριστιανοί της Νικομήδειας παρέλαβαν τη σορό του μεγαλομάρτυρα και την ενταφίασαν με κάθε τιμή στο σημείο εκείνο, όπου αργότερα ιδρύθηκε επ’ ονόματι του μοναστήρι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄.
Ἀθλοφόρε ἅγιε καί ἰαματικέ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῶ, ἴνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχη ταῖς ψυχαῖς ἠμῶν.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ & ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΕΡΟΝΤΙΟΥ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗ
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ Γ΄ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΕΡΒΙΑΣ

 

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΝΔΟΞΟΥ ΟΣΙΟΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΑΘΛΗΦΟΡΟΥ

 

Βίος Αγίας Παρασκευής της ΟσιοπαρθενομάρτυροςΗ Αγία Παρασκευή η Οσιοπαρθενομάρτυς εορτάζει στις 26 Ιουλίου
Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν
όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.
Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους,
πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον
καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.
Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε
έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της
«όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.
Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής
περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία
της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού,
ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν
προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα
Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.
Ενώπιον του αυτοκράτορα
Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη
χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν
επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ
τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».
Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας
Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της
αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.
Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος
διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι
και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς.
Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα
μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.
Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών
Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την
λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι
αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι».
Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξε
δυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκε
στο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η
Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των
χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.
Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές
Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο
θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη,
στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.
Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα
Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος
και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς.
Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την
καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του
σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο!
Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της
Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.
Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου
Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει
κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο
δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως.
Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό.
Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο
του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα!
Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και
αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε
λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των
Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι
θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.
Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!
Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα
Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά:
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή...». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό
κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να
μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.
«Ξίφει τελειούται»
Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο
καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς
που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».
Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των
μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν
θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.
Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σωσον ἠμᾶς!
Ἀπολυτίκιον
Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή Ἀθληφόρε·
ὅθεν προχέεις ἰάματα, καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

ΘΕΟΜΗΤΟΡΑ ΘΕΟΦΡΟΝ ΑΝΝΑ

Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου

25_koimisi_agias_annas 
Μήτηρ τελευτά Μητροπαρθένου Κόρης,
Η των κυουσών μητέρων σωτηρία.
Πέμπτῃ εξεβίωσε μογοστόκος εικάδι Άννα.
Βιογραφία
Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία.
Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.
Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε’ 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.
Περικαλλή ναό προς τιμήν της αγίας Άννας έκτισε στην Κωνσταντινούπολη περί το 550 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Λείψανο της Αγίας υπάρχει στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννας.
Ἀπολυτίκιον.Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.
Κοντάκιον
.Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας, ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ᾽ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.
Ιερά Λείψανα: Μέρος της αριστεράς χειρός της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Σταυρονικήτα Αγίου Όρους.
Μέρος του αδιάφθορου αριστερού ποδός της Αγίας βρίσκεται στην ομώνυμη Σκήτη Αγίου Όρους.
Μέρος του αδιαφθόρου δεξιού ποδός της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στην ομώνυμη Μονή Λυγαριάς Λαμίας και στη Μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

 
ΙΕΡΟΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΥ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΙΕΡΕΩΣ
 
26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1987 - 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΩΡΑ 06:30μ.μ. - Θ΄ΩΡΑ-ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ -
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ &  ΤΡΙΣΑΓΙΟΝ ΣΤΟ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ.
ΣΑΒΒΑΤΟ ΩΡΑ 05:30π.μ.- ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟΝ -ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ᾹΚΟΛΟΥΘΙΑ Α΄, Γ΄, ΣΤ΄, ΩΡΑΣ
ΩΡΑ 07:00 π.μ. - ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ -  ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ &
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
 

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ
(Για τον αδελφό ΑΝΤΩΝΙΟ ΕΛ.....που μου την ζήτησε μέσα από το αναλόγιο). 
Αν την λάβεις αδερφέ μου στείλε μου μήνυμα. 

Ο Ιερεύς:Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Ο αναγνώστης
Αμήν.
Ψαλμός ρμβ' (142)

Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου· Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων.
Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου· εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου.
Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς, ως νεκρούς αιώνος· και ηκηδίασεν επ' εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου.
Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων.
Διεπέτασα προς σε τάς χείρας μου η ψυχή μου ως γη άνυδρος σοι.
Ταχύ εισάκουσον μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου.
Μη αποστρέψης το πρόσωπον σου απ' εμού, και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον.
Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωΐ το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα.
Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν, εν ή πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου.
Εξελού με εκ των έχθρων μου. Κύριε προς σε κατέφυγον δίδαξόν με του ποιείν το θέλημα σου, ότι συ εί ο Θεός μου.
Το Πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία ένεκεν του ονόματος σου, Κύριε, ζήσεις με.
Εν τη δικαιοσύνη σου, εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί.
                                         
Και ευθύς το Θεός Κύριος. Ήχος δ'.
Θεός Κύριος, και επέφανεν ημίν ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Στίχ. α'. Εξομολογείστε τω Κυρίω, και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν...
Στίχ. β'. Πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με, και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς.
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν...
Στίχ. γ'. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και εστί θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών...
Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν...
Είτα τα παρόντα Τροπάρια, Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τη θεοφόρω εκτενώς νυν προσέλθωμεν, οι ταπεινοί ως αληθώς και προσπέσωμεν, εν κατανύξει κράζοντες θερμώς εκ ψυχής, ʼννα πολυΰμνητε, σπλαχνισθείσα σοις δούλοις' πάσης ημάς λύτρωσαι, προσβολής εναντίας, και απειλής δεινών παντοδαπών εις σε γαρ πάντες, αεί εγκαυχώμεθα.
Δόξα,
το αυτό.
Και νυν. Θεοτοκίον.

Ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι, ει μη γαρ σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων, τις δε διεφύλαξεν εως νυν ελευθέρους; ουκ αποστώμεν, Δέσποινα εκ σου' σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.
Ψαλμός Ν' (50)
Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον το ανόμημά μου.
Επί πλείον πλύνόν με από τας ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με.
Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου έστι δια παντός.
Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιον σου έποίησα όπως αν δικαιωθείς εν τοις λόγοις σου, και νικήσεις εν τω κρίνεσθαί σε.
Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου.
Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας· τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι.
Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα.
Απόστρεψον το πρόσωπον σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον.
Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου.
Μη απορρίψεις με από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ' εμού.
Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικό στήριξόν με.
Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι.
Ρύσαί με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου· αγαλλιάσεται γλωσσά μου την δικαιοσύνην σου.
Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου.
Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις.
Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός, ουκ εξουδενώσει.
Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ.
Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.
                           Είτα αρχόμεθα του κανόνος, λέγοντες εν έκάστω τροπαρίω:

Αγία Θεοπρομήτορ Άννα πρέσβευε υπέρ ημών.
Ωδή, α'. Ήχος πλ. δ'. Υγράν διοδεύσας.
Επίβλεψον άνωθεν ευμενώς προμήτορ Κυρίου, και επόμβρησον δαψιλώς, τα ρείθρα του θείου σου ελέους, τοις προσιούσι θερμώς εν τη σκέπη σου.

Παθών ακάθεκτων την χαλεπήν κατεύνασον ζάλην, και παντοίων επιφορών, την ρύμην ανάστειλον θεόφρον, σαις προς Θεόν ιεραίς παρακλήσεσιν.

Εν νόσοις σε εύροιμεν ιατρόν, φιλάγαθε Άννα, και εν θλίψεσι πλατυσμόν, και πύργον ισχύος εν ανάγκαις, και εν κινδύνοις ταχείαν αντίληψιν.
Θεοτοκίον.
Επίσκεψαι Δέσποινα συμπαθώς, τους πίστει και πόθω, σε υμνούντας ανελλιπώς, και πάσι παράσχου σωτηρίαν' και φωτισμόν και ειρήνην και έλεος.
'Ωδή γ'. Ουρανίας άψΐδος.
Συμφορών και κινδύνων, και αναγκών ένδοξε, και ανιαρών επαλλήλων, και περιστάσεων, πάντας διάσωσον, τους τω σεπτώ σου τεμένει, πόθω προσεδρεύοντας, και σε γεραίροντας.

Εξ εφόδου παντοίας, βαρβαρικής πάνσεμνε και δαιμονικής επηρείας, και επιθέσεως, κακοποιούντων ανδρών, ρύσαι την ποίμνην σου ταύτην, την εκ διαθέσεως, σε μεγαλύνουσαν.

Νοσημάτων παντοίων και αλγεινών λύτρωσαι, τους ειλικρινώς αιτουμένους, την σήν, αντίληψιν,
ʼννα φιλεύσπλαγχνε' όσα γαρ θέλεις ανύεις, ως προμήτωρ ένθεος, του Παντοκράτορος.
Θεοτοκίον.
Η ελπίς ή βεβαία, των γηγενών ʼχραντε, και η οξυτάτη και μόνη ημών βοήθεια, ρύσαι δεόμεθα, της πολυπλόκου κακίας, του δο­λίου δράκοντος, τους σε δοξάζοντας.
Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, σώφρον
ʼννα, ότι πάντες προς σε θερμώς, αεί καταφεύγομεν, ως ένθεον προς Θεόν ημών πρέσβυν.
Επίβλεψον, εν ευμενεία πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.
Είτα μνημονεύει ο Ιερεύς, δι ους ή παράκλησις γίνεται· και ημείς ψάλλομεν. το, Κύριε ελέησον, ιε'.
Μετά δε την εκφώνησιν, το επόμενον κάθισμα.Ήχος β'. Τα άνω ζητών.
Πρεσβείαν την σήν, ως όπλον απροσμάχητον, πλουτούντες αεί, οι δούλοί σου πανεύφημε, εκτενώς βοώμέν σοι, θεοδόξαστε ʼννα πρόφθασον, και εκ κίνδυνων λύτρωσαι ημάς, η μόνη προμήτωρ του ποιήσαντος.
Ωδή δ'. Εισακήκοα Κύριε.

Συνεχόμενοι πάντοθεν, και δεινοίς παντοίοις κλυδωνιζόμενοι, βοηθείας της σης τύχοιμεν, ʼννα οι προστρέχοντες τη σκέπη σου.

Τας βουλάς διασκέδασον, των ωρυομένων κατά της ποίμνης σου, και ματαίωσον δεόμεθα, τας αυτών ελπίδας Άννα πάνσεμνε.

Μη παρίδης θεόληπτε, τους προσκαλούμενους σε εις βοήθειαν αλλά τάχυνον του ρύσασθαι, της παρενοχλούσης ημάς θλίψεως.
Θεοτοκίον.
Συμφορών και κακώσεων, και επερχομένων δεινών συμπτώσεων, και ποικίλων παραπτώσεων, Θεοτόκε σώζε τους υμνούντάς σε.
Ωδή ε'. Φώτισον ημάς.
Ίασαι ημών, των σωμάτων τα συντρίμματα, και του νοός τας εκτροπάς αγαθή, και διανοίας διασκέδασον την ζόφωσιν.

Αίτησαι ημίν, επταισμένων την συγχώρησιν, ελευθερίαν πολυτρόπων δεινών και ειρηναίαν παμμακάριστε κατάστασιν.

Πάσης απειλής, και παντοίας ελευθέρωσον, θεόφρον
ʼννα δυσχερείας ημάς, όπως υμνώμεν αεί τα μεγαλεία σου.

Πρόστηθι αγνή, τοις πιστώς σε λιτανεύουσι, και ασιγήτως σε γεραίρουσι, και ορθοδόξως Θεοτόκον καταγγέλλουσιν.
Ωδή ς'. Την δέησιν
Μη παύση υπέρ ημών πρεσβεύουσα, προνοούσα τε αεί και φρουρούσα προς σε και γαρ παναοίδιμε
ʼννα, δια παντός αφορώμεν οι δούλοι σου' παντοίας ουν επιφοράς, ανωτέρους ημάς διατήρησον.

Εκ πάσης ημάς αεί περίσωζε, συνοχής τε και παντοίας οδύνης, και χαλεπής ελευθέρωσον βλάβης, ψυχής ομού τε και σώματος ένδοξε' ισχύεις γαρ ως αληθώς, ως προμήτωρ του πάντα ισχύοντος.

Εκ σάλου της των παθών οχλήσεως, και δεινής ημάς θεόληπτε
ʼννα, των πονηρών λογισμών καταιγίδος, προς γαληνότατον όρμον προσόρμισον, προνοία σου της αγαθής, αγαθού τε Δεσπότου προμήτορος.
Θεοτοκίον.
Ως πάντων την δεσποτείαν έχουσα, οία μήτηρ του των πάντων Δεσπότου, δίδου ημίν εγκλημάτων την λύσιν, και παθημάτων Αγνή απολύτρωσιν, κινδύνων τε απαλλαγήν, και Θεού βασιλείας οικείωσιν.
Διάσωσον, από κινδύνων τους δούλους σου σώφρον Άννα, ότι πάντες προς σε θερμώς αεί καταφεύγομεν, ως ένθεον προς Θεόν ημών πρέσβυν.


Άχραντε, η διά λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ' εσχάτων των ημερών τεκούσα, δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.
Μετά την Εκφώνησιν, το παρόν Κοντάκιον, ήχος β'.
Προστασία των πιστών ακαταμάχητε, μεσιτεία προς Θεόν αμετακίνητε, μη παρίδης σων οικετών ικέσιον φωνήν, αλλ' επίβλεψον ως συμπαθής, εις την ταπείνωσιν ημών, των πιστώς προστρεχόντων σοι, σώζουσα εκ κινδύνων, και σκέπουσα εκ παντοίων, πειρατηρίων χαλεπών, ʼννα πάνσεμνε τους δούλους σου.
Και ευθύς το Προκείμενον.
Αγαλλιάσθε δίκαιοι εν Κυρίω, τοις ευθέσι πρέπει αίνεσις.
Στίχ. Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον.
                                                ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ
Είπεν Ο Κύριος ουδείς λύχνον άψας, καλύπτει αυτόν σκεύει, ή υποκάτω κλίνης τίθησιν αλλ
επί λυχνίας επιτίθησιν, ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως. Ου γαρ εστί κρυπτόν, ο ού φανερόν γενήσεται ουδέ απόκρυφον, ό ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη. Βλέπετε ουν πως ακούετε ός γάρ αν έχη, δοθήσεται αυτώ και ός αν μη έχη, και ό δοκεί έχειν, αρθήσεται απ αυτού. Παρεγένοντο δε προς αυτόν η Μήτηρ και οι αδελφοί αυτού, και ουκ ηδύναντο συντυχείν αυτώ δια τον όχλον. Και απηγγέλθη αυτώ. λεγόντων η Μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω, ιδείν σε θέλοντες. Ο δε αποκριθείς, είπε προς αυτούς. Μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοί εισιν, οι τον λόγον του Θεού ακούοντες, και ποιούντες αυτόν.
Δόξα,
ήχος β'.
Ταις της σης Προγόνου, πρεσβείαις, ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.
Και νυν.
Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείαις, ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.
Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.
Ήχος πλ. β'. Όλην αποθέμενοι.
Μη παρίδης ένδοξε, την ανυμνούσαν σε πίστει, και πόθω γεραίρουσαν, και αδιαλείπτως σε μεγαλύνουσαν, ιεράν ποίμνην σου, αλλ' αυτήν Θεόφρον, ακοιμήτω προστασία σου, περιχαράκωσον, και διαπαντός περιτείχισον, και πάσαις ανεπίβατον, ταις αντικειμέναις δυνάμεσιν, ανάδειξον ταύτην, πανεύφημε προμήτορ του Χριστού εν σοι γάρ αύτη κρατύνεται, και αυχεί και σώζεται.
Σώσον ο Θεός τον λαόν σου.
Ωδή ζ'. Οι εκ της Ιουδαίας.
Πειρασμών ανηκέστων, συμφορών αδοκήτων,
ʼννα θεόκλητε μαστίγων πολυτρόπων, δεινών ολεθροτόκων, ρύσαι πάντας τους ψάλλοντας ο των πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Δυσμενείας παντοίας, και δεινής προσδοκίας, και πάσης ένδοξε, βουλής κακομηχάνου, περίσωζε τους πίστει, εισαεί αναμέλποντας' ο των πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Ψυχικήν ευεξίαν, και σωμάτων την ρώσιν, πάσι θεόληπτε, παράσχου τους εν πίστει, τω θείω σου τεμένει, προσιούσι και ψάλλουσιν
ο των πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Θεοτόκιον.
Σηπεδόνας ψυχής μου, και παθών αλγηδόνας, θάττον αφάνισον, και όλον με Παρθένε, ροπή του σου ελέους, σεσωσμένον ανάδειξον, όπως υμνώ σου αεί, τας θείας δυναστείας.
Ωδή η'. Τον Βασιλέα των Ουρανών.
Τους εκ παντοίων, ανιαρών τρυχομένους, και δεινοίς αεί εταζομένους, λύτρωσιν θεόφρον, παράσχου εις αιώνας.

Της των δαιμόνων, πανωλεθρίου μανίας, και ανδρών εχθίστων απηνείας, πρόφθασον και ρύσαι,, τους σους σεμνή οικέτας.

Τους εν ποικίλοις, πειρατηρίοις του βίου, πολυτρόπως πάντοτε θεόφρον, περιστατουμένους, σώζε εις αιώνας.
Θεοτοκίον.
Τους πεποιθότας, ανενδοιάστως Παρθένε, τη πανσωστική σου προστασία, ανεπηρέαστους, συντήρει εις αιώνας.
Ωδή θ'. Κυρίως Θεοτόκον.
Τους πίστει προσκυνούντας, την σεπτήν σορόν σου, και εμφερείας το θείον εκτύπωμα, σκέπε και φρούρει, και σώζε ʼννα φιλάγαθε.

Εκ θείων υψωμάτων, μη ελλείπης όλως, θεόφρον Αννα ημάς εποπτεύουσα, και τας ιάσεις αφθόνως πάσι βραβεύουσα.

Μη παύση συντηρούσα ταύτην σου την ποίμνην, εκ πολυπλόκων σκανδάλων του όφεως, και εξ ανθρώπων αδίκων,
ʼννα πανθαύμαστε.
Θεοτοκίον.
Ελπίς μου γλυκυτάτη, και αναψυχή μου, και της ψυχής μου χαρά Παναγία, χαράς εκείνης με δείξον πάναγνε μέτοχον.
Και ευθύς το Άξιον εστίν ως αληθώς. Είτα και τα παρόντα μεγαλυνάρια.
Δεύτε ευφημήσωμεν οι πιστοί, Άνναν την Αγίαν, την προμήτορα του Χριστού, την αξιωθείσαν, γεννήσαι την Παρθένον, την μόνην Θεοτόκον και Παναμώμητον.
Χαρίτων ως έμπλεως αγαθή, χαρίτωσον πάντας τους εν πίστει σε ακλινεί, ανυμνολογούντας, και πόθω προσκυνούντας, της θείας κληρουχίας πάντας αξίωσον.
Το θείον αγλάισμα των πιστών, δικαίων το κλέος, προπατόρων την καλλονήν, την εκλελεγμένην, και κεχαριτωμένην, Προμήτορα του Λόγου, πάντες τιμήσωμεν.
Χαίροις χαριτώνυμε αληθώς, χαίροις η Προμήτωρ, του των όλων Δημιουργού, χαίροις η τα κάτω, συνάψασα τοις ανω, τω θείω τοκετώ σου, Ά
ʼννα πανόλβιε.
Ταις θεοφεγγέσι μαρμαρυγαίς, εκλελαμπρυσμένη, και του κάλλους του νοητού, κατεμφορουμένη, Θεοπρομήτορ Άννα, μνημόνευε των πόθω, μνημονευόντων σου.
Τους περιπολούντας διηνεκώς, τω θείω ναώ σου, και υμνούντας ανελλιπώς, σου τας δυναστείας, Προμήτορ του Κυρίου, παντοίας επηρείας, πάντας διάσωσον.
Τον δεκαεξάριθμον και σεπτόν, δήμον των Οσίων, ευφημήσωμεν ευλαβώς, χαίρετε βοώντες, του Άθω σεπτά κρίνα, και Σκήτης της Προγόνου Χρίστου οι φοίνικες.
Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί.
Το Τρισάγιον κτλ. ως έθος, και απόλυσις.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'.Ταχὺ προκατάλαβε
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα· διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.
 
Ασπαζομένης δε της Αγίας εικόνος ψάλλομεν και τα παρόντα τροπάρια.
Ήχος β'. Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν.
Πάντων μνημονεύεις αγαθή, των μνημονεύοντων σου πόθω, και ευφημούντων σε, και εκλιπαρούντων σε Θεοπρομήτορ θερμώς, και προς σε μετά πίστεως, αεί αφορώντων, και προς την αντίληψιν καταφευγόντων την σην πάσης ουν ημάς επηρείας, νόσων συμφορών και κινδύνων, και δεινών απάντων ελευθέρωσον.
Έτερον όμοιον.
Πάντες σοι προσπίπτομεν πιστώς, πάντες σε θερμώς δυσωπούμεν, ʼννα φιλεύσπλαγχνε, πάντας ημάς λύτρωσαι τη μεσιτεία σου, πολυτρόπων κακώσεων, μελλόντων κινδύνων δεινών επιθέσεων, και αλγηδόνων πικρών, και ανιαρών επαλλήλων, και αρρωστημάτων ποικίλων, και πολυειδών ετέρων θλίψεων.
Έτερον όμοιον.
Πάσης των εθνών επιδρομής, πάσης των εχθρών κακουργίας, πά­σης στενώσεως, πάσης περιστάσεως, πάσης κακώσεως, πάσης άλλης συμπτώσεως, παντοίας ανάγκης, εκ πάσης τε θλίψεως, και προσβολής του εχθρού, και εκ πολυτρόπων σκανδάλων, και πειρατηρίων του βίου, ρύσαι τους σους δούλους ʼννα ένδοξε.
Δέσποινα πρόσδεξαι, τας δεήσεις των δούλων σου και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως.
Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών...