ΧΑΡΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ
ΕΥΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ.



Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΤΟΝ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΜΟ,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΠΙΣΤΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΓΙ'ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙἈΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!!!!!!!!


Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΘΕΛΕΙ ΟΧΙ Ν΄ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ,ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΟΥΝ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΤΟ ΦΡΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΙΣΤΗ.
ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ







ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΘΕΣΗ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;


1.Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

2.Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ;

3.Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

4.ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ;






ΑΡΑΓΕ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ;



ΤΡΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Α) ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Β)ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Γ)ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ.

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ




















Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΑΓΙΩ ΟΡΕΙ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

26 Ιουνίου 2011
Τη αυτή Κυριακή την μνήμην εορτάζομεν πάντων των εν Αγίω Όρει διαλαμψάντων Πατέρων.
 
02.JPG
04.JPG
05.JPG
06.JPG
07.JPG
08.JPG



ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

02.jpg
Γεννήθηκε το 1316 στην Κορησό της Καστοριάς. Από μικρός πόθησε το μοναχικό σχήμα και μόλις «εφύη το γένειόν του» αναχώρησε για τον Άθωνα και υποτάχθηκε στον κατά σάρκα αδελφό του, τον άγιο Θεοδόσιο, που ήταν ηγούμενος στη μονή Φιλόθεου. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς, συμπλήρωσε τις γραμματικές του γνώσεις και έλαμπε σε όλη την αδελφότητα για τις αρετές του.
Ο πόθος της ησυχίας τον απομακρύνει από τη μονή του και τον φέρνει σε ένα σπήλαιο της νότιας πλευράς του Όρους, που λέγεται Μικρός Άθωνας. Εκεί έζησε ο τρισόλβιος με υπερθαύμαστη άσκηση δίχως να γευθεί τίποτε το μαγειρευμένο επί μία τριετία (1347-1350). Η φήμη της ισάγγελης βιοτής του έφερε πολλούς φιλάρετους πλησίον του. Σε όλους έγινε υπόδειγμα και παράδειγμα, πηγή ωφελείας. Η διάκριση του βοήθησε και πολλούς κοσμικούς που έρχονταν προς εξομολόγηση.
Αγρυπνώντας, είδε θείο όραμα -«θεία τις δύναμις ως καιομένη λαμπάς αυτώ καθωράτο»- και αποφάσισε την ίδρυση μονής. Για τον λόγο αυτό πήγε να συναντήσει τον αδελφό του Θεοδόσιο, που είχε γίνει μητροπολίτης Τραπεζούντος, και μαζί πήγαν στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ τον Κομνηνό. Ο αυτοκράτορας τους υποδέχθηκε με τιμές και ευχαρίστως έδωσε χρήματα, εκδίδοντας χρυσόβουλλο για τη νέα μονή (1375), με μόνη απαίτηση τη μνημόνευση του ονόματος του. Κτίσθηκε το 1380 και αφιερώθηκε στον Τίμιο Πρόδρομο, σήμερα είναι όμως γνωστή με το όνομα του κτήτορός της. Μετά από καταστροφή πειρατών, ο Διονύσιος ξαναπηγαίνει στην Τραπεζούντα για τρίτη φορά για νέες ενισχύσεις. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος, τον όποιο είχε προγνωρίσει. Το λείψανο του τέλεσε πολλά θαύματα.
Στη μονή του οσίου, που αναδείχθηκαν αρκετοί άγιοι, βρίσκεται το αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο και η εικόνα της Θεοτόκου του Ακάθιστου, που έδωσε ο αυτοκράτορας Αλέξιος στον όσιο. Κατά την παράδοση, ενώπιον της λεγόταν ο Ακάθιστος Ύμνος.
Τον βίο του οσίου έγραψε ο ιερομόναχος Μητροφάνης. Ακολουθία του υπάρχει σε κώδικα της μονής του. Νεώτερη συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ναός του υπάρχει στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου, την επόμενη της εορτής της μονής, του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου. Η κοίμηση του όμως έγινε στις 25 Φεβρουαρίου.
Πηγή: ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


 Όσιος Δομέτιος Διονυσιάτης (+1405)
0009.jpg
Ο «διορατικώτατος και πνευματοφόρος ανήρ», ιερομόναχος όσιος Δομέτιος, κατοικούσε στα Βουλευτήρια και υπήρξε σύμβουλος, φίλος και συνασκητής του οσίου Διονυσίου, του κτήτορος της μονής του Τιμίου Προδρόμου (+1375). Είδε και αυτός το θείο όραμα, από τον Αντιάθωνα που κατόπιν ασκήτευε, λαμπάδα αναμμένη όλη τη νύχτα πάνω στον βράχο, όπου σήμερα η μονή, και είπε προφητικά στον Διονύσιο: «Θεού εστι βουλή σεμνόν γενέσθαι και ιερόν μοναστών καταγώγιον. Πολλοί γαρ ενταύθα Κυρίω ευαρεστούντες έσονται ...».
Πριν την αναχώρησή του, ο όσιος Διονύσιος παρέδωσε την ποίμνη του στον άξιο Δομέτιο. Χρημάτισε ηγούμενος της μονής επί δεκαπενταετία (1390-1405) και έγινε παρήγορος πατήρ και καλός οδηγός των μοναχών του. Εκοιμήθη εν ειρήνη σε μεγάλη ηλικία.
Στοιχεία του βίου του λαμβάνονται από το συναξάρι του οσίου Διονυσίου. Το σπήλαιο των αγώνων του σώζεται στα όρια της μονής του Αγίου Παύλου. Πλήρη ακολουθία συνέταξε ο Χ.Μ. Μπούσιας.
Συντιμάται με τον όσιο Διονύσιο στις 25 Ιουνίου.
Πηγή: ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Οσιομάρτυς Προκόπιος (+1810)

03.jpg
Καταγόταν από τα πλησιόχωρα μέρη της Βάρνας, από γονείς ευσεβείς. Εικοσάχρονος επεθύμησε τη μοναδική πολιτεία και, λησμονώντας γονείς, συγγενείς, φίλους και πατρίδα, ήλθε στο Άγιον Όρος, στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου - Ιβήρων. Ως μοναχός «εθαυμάζετο υπό πολλών δια την αρετήν του, την τε υπακοήν προς τον γέροντα Διονύσιον και επιμονήν εις τους κόπους της ασκητικής πολιτείας».
Αργότερα εγκατέλειψε το σχήμα και, σε απόγνωση καθώς βρισκόταν, πήγε στη Σμύρνη, όπου μετά δεκαπέντε ημέρες δέχθηκε την περιτομή. Αμέσως μετανόησε και συμβουλεύθηκε γνώριμό του πνευματικό. Με τις ευλογίες του και ύστερα από θερμή προσευχή στη Θεοτόκο παρουσιάσθηκε στους Τούρκους φορώντας τον καλογερικό σκούφο. Με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό, και με σπάνια αγαλλίαση δέχθηκε μαρτυρικό τέλος. Αποκεφαλίσθηκε, ύστερα από βασανισμούς, στις 25 Ιουνίου 1810.
Το μαρτύριο του οσιομάρτυρος Προκοπίου έγραψε ο ιεροδιδάσκαλος Σμύρνης Χρύσανθος, απ' όπου το λαμβάνουν οι νεώτεροι συναξαριστές.

Μαρτύριο του Αγίου Νέου Οσιομάρτυρα Προκοπίου
(+ Σμύρνη 25 Ιουνίου 1810)
Ο λογισμός της απογνώσεως είναι μεγάλο κακό. Οδηγεί σε ολέθριο τέλος, όχι μόνο τον απλό άνθρωπο, αλλά και εκείνον που είναι στολισμένος με ποικίλες αρετές. Τον κάνει παράλογο, του σκοτίζει τη διάνοια, τον γκρεμίζει από το ύψος των αρετών και τον ρίχνει στο βάραθρο της απώλειας. Πολλές φορές τον κάνει, δυστυχώς, αρνητή της γνήσιας και ορθόδοξης πίστεως. Μετά την άρνηση όταν φωτιστεί από τη χάρη του Θεού η ένοχη συνείδηση, τότε με τις τύψεις φανερώνει το μεγάλο λάθος και η ελπίδα του άπειρου ελέους του Θεού γεμίζει τη καρδιά αυτού που έπεσε στο βάθος των κακών.
Ο λογισμός της απογνώσεως είναι μεγάλο κακό. Οδηγεί σε ολέθριο τέλος, όχι μόνο τον απλό άνθρωπο, αλλά και εκείνον που είναι στολισμένος με ποικίλες αρετές. Τον κάνει παράλογο, του σκοτίζει τη διάνοια, τον γκρεμίζει από το ύψος των αρετών και τον ρίχνει στο βάραθρο της απώλειας. Πολλές φορές τον κάνει, δυστυχώς, αρνητή της γνήσιας και ορθόδοξης πίστεως.
Μετά την άρνηση όταν φωτιστεί από τη χάρη του Θεού η ένοχη συνείδηση, τότε με τις τύψεις φανερώνει το μεγάλο λάθος και η ελπίδα του άπειρου ελέους του Θεού γεμίζει τη καρδιά αυτού που έπεσε στο βάθος των κακών. Τότε ο λογισμός της μετανοίας πολεμώντας το λογισμό της απογνώσεως, που απειλεί να καταστρέψει τη ψυχή, κάνει τον ελεεινό άνθρωπο να έλθει σε αίσθηση. Έρχεται στα λογικά του και σκέφτεται το μεγάλο κακό που έκανε‡ επιστρέφοντας στον πανάγαθο Θεό, που το έλεός του είναι αμέτρητο, με μεγάλη προθυμία, θερμή αγάπη και στεναγμούς καρδιάς γίνεται άξιος του θείου ελέους, πλένεται και καθαρίζεται (ή με τα δάκρυα του ή με το αίμα του) από τα αμαρτήματα του και σώζεται, όπως πιστεύουμε.
Το τι έκανε ο λογισμός της απογνώσεως και τι κατόρθωσε η μετάνοια φανερώνεται με πολλά παραδείγματα, ιδιαίτερα όμως φαίνεται στο βίο του οσιομάρτυρα Προκοπίου, που έζησε στις ημέρες μας, και που σας παρακαλώ να ακούσετε με προσοχή
***
Ο Οσιομάρτυρας Προκόπιος καταγόταν από την περιοχής της Βάρνας (της Βουλγαρίας) από ευσεβείς γονείς. Στην ηλικία των είκοσι ετών αγάπησε τη μοναχική ζωή. Εγκατέλειψε γονείς, πατρίδα και συγγενείς και πήγε στο Άγιον Όρος. Γύρισε διαφόρους τόπους επιθυμώντας τη ψυχική του σωτηρία. Αγαπώντας την ασκητική ζωή έφθασε στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και έγινε υποτακτικός σε κάποιο γέροντα Διονύσιο. Μετά από λίγο καιρό έγινε μοναχός φορώντας στην κουρά του το άγιο σχήμα, που τόσο επιθυμούσε. Άκακος και πολύ απλός στη γνώμη, θαυμαζόταν από πολλούς για την αρετή, την υπακοή στο γέροντά του και την επιμονή στους κόπους της ασκητικής ζωής.
Ο εχθρός όμως της σωτηρίας των ανθρώπων, ο διάβολος, μη υποφέροντας να βλέπει σ' ένα νέο τέτοιες αρετές, όπως συνηθίζει να πολεμά τους αγωνιστές, τον φθόνησε. Καθημερινά του υπέβαλε λογισμούς να αφήσει την ησυχία και να γυρίσει στον κόσμο. Εγκαταλείποντας το Άγιον Όρος ήλθε στη Σμύρνη. Στη πόλη αυτή του ήλθε άλλος λογισμός χειρότερος από τον πρώτο. «Άφησες τον τόπο της μετανοίας σου; Δεν έδειξες υπομονή μέχρι τέλους και ήλθες στον κόσμο; Σίγουρα θα κολαστείς». Μερικοί κατηγορώντας τον γιατί έφυγε από τη Σκήτη μεγάλωσαν τον πόλεμο και την επίδραση του λογισμού για την καταδίκη στην αιώνια κόλαση.
Ο λογισμός της απογνώσεως τον κυρίευσε και τον οδήγησε να εγκαταλείψει την σταθερή ορθόδοξη πίστη του. Σε κανένα δεν αποκάλυψε το λογισμό του ούτε και κατέφυγε στη συμβουλή κάποιου.
Πηγαίνει κάποια μέρα, χωρίς να το ξέρει κανένας, στο τούρκο δικαστή της πόλης. Μόλις τον είδαν οι φρουροί τον ρώτησαν τι θέλει. Αυτός είπε ότι έτσι ήλθε. «Μήπως έχεις καμιά υπόθεση για τον δικαστή; Μήπως θέλεις να γίνεις μουσουλμάνος;» Αυτός είπε «Ναι».
Τον άρπαξαν τότε με μεγάλη χαρά και τον οδήγησαν στο δικαστή λέγοντας: « Αυτός ο ρωμιός θέλει να γίνει τούρκος. Σήμερα θα κάνεις ένα μεγάλο ψυχικό». Ο δικαστής χάρηκε πολύ και τον ρώτησε αν είναι αλήθεια αυτό που ακούει. Αυτός συμφώνησε. Μπροστά στο δικαστή δεν εμφανίστηκε ως καλόγηρος αλλά φορούσε ρούχα κοσμικού.
-«Τότε γιατί έχεις γένια;» τον ρωτά ο δικαστής.
-«Πήρα απόφαση και τα άφησα πριν λίγο καιρό».
Ο δικαστής χάρηκε γιατί ολόψυχα ακολουθεί τη μουσουλμανική θρησκεία του και του είπε να πει ορισμένα βλάσφημα λόγια, όπως συνηθιζόταν, και αυτός τα είπε.
Τότε τον κατήχησε και τον συμβούλεψε να μείνει σταθερός στην απόφασή του. Για δεκαπέντε ημέρες τον έβαλε στην επίβλεψη του σερδάρη. Πρόσεχαν να μην έρθει σε επαφή με κάποιο χριστιανό. Μετά από δεκαπέντε μέρες του έκαναν περιτομή, σημάδι ότι έγινε μουσουλμάνος.
Αμέσως μετά την περιτομή, συνέβη θαυμαστή αλλοίωση. Άρχισε να τον ελέγχει η συνείδησή του. Άλλαξε ο λογισμός του. Ήρθε σε αίσθηση του απείρου ελέους του Θεού. Ήθελε να πει την απόφαση της μεταστροφής του σε κάποιον πνευματικό ή σε κανένα χριστιανό αλλά δεν τον δεχόταν κανένας. Όλοι φοβούνταν βλέποντάς τον ντυμένο με τα ρούχα του μουσουλμάνου.
Πήρε όμως την τολμηρή απόφαση και ξεφεύγοντας την επιτήρηση αυτών που τον φύλαγαν έρχεται σε κάποιο φίλο του πνευματικό που τον γνώριζε από τη Σκήτη. Αυτός βλέποντάς τον με τέτοια ρούχα (φορούσε πράσινα και άσπρο περίδεμα (σαρίκι) στο κεφάλι) τα έχασε, γνωρίζοντας την προηγούμενη κατάστασή του. Λυπήθηκε. Πώς ξέπεσε σε τέτοια ελεεινή κατάσταση αφήνοντας την προηγούμενη ενάρετη ζωή; Άρχισε να τον εξετάζει για να μάθει την αιτία της νέας αξιοδάκρυτης κατάστασής του.
Αυτός διηγήθηκε όσα αναφέραμε και πως τώρα πολύ μετάνιωσε και ότι ήθελε να μαρτυρήσει χύνοντας το αίμα του για να ξεπλύνει το μεγάλο και φοβερό αμάρτημα της αρνήσεως της πίστεως.
«Αδελφέ μου», του λέει ο πνευματικός, «αυτό που μου λες είναι άγιο όμως ο καιρός δεν είναι κατάλληλος. Αυτός που σε επιτηρεί είναι άνθρωπος φοβερός και σκληρός, που τον τρέμουν όλοι οι τούρκοι, όπως ξέρεις, και θα σου κάνει μεγάλα και φοβερά βασανιστήρια, όσα θα του υποδείξει ο πατέρας του διάβολος. Και συ επειδή είσαι νέος μπορεί να μην τα υποφέρεις και μετά θα λυπήσεις κι εμάς αλλά και όλους τους συνασκητές και φίλους σου και όλους τους εδώ χριστιανούς. Μα τι λέω. Μόνο τους χριστιανούς! Θα λυπήσεις και όλους τους χορούς των αγγέλων και των μαρτύρων, που χαίρονται όταν δουν κάποιον αμαρτωλό να μετανοεί και μάλιστα για τόσο φρικτό αμάρτημα. Θα λυπηθούν να τον δουν για δεύτερη φορά νικημένο αντί νικητή και αντί στεφανωμένο, άξιο πολλών δακρύων.
Γι' αυτό άκουσε εμένα τον ταπεινό φίλο σου, επειδή ήλθες να με συμβουλευθείς ως πνευματικό. Το έλεος του Θεού είναι άπειρο για μας τους αμαρτωλούς και δεν υπάρχει καμιά αμαρτία που να νικά την ευσπλαχνία του Θεού. Κάνε το σταυρό σου και να επιστρέψεις στον τόπο της μετάνοιας σου και στον γέροντά σου, που θα του δώσεις μεγάλη χαρά με την επιστροφή σου καθώς και σε όλους τους αδελφούς της σκήτης».
«-Αυτό που μου ζητάς είναι αδύνατο. Πως θα πάω με τέτοια ρούχα έστω και αν επρόκειτο να υποστώ φρικτά βασανιστήρια. Το γνωρίζω ότι εξ ανάγκης πρόκειται να πεθάνω. Ελπίζω στη βοήθεια του Θεού, ο οποίος έδωσε και δίνει δύναμη σε όλους τους μάρτυρες ότι θα βοηθήσει και εμένα. Σε παρακαλώ να με χρίσεις με άγιο μύρο και να με βοηθήσεις να κοινωνήσω τα άχραντα μυστήρια. Πρέπει αυτό να γίνει γρήγορα γιατί δεν μπορώ να λείψω ούτε μία ώρα από το κονάκι γιατί με παρακολουθούν και με φυλάνε να μην τους φύγω».
Ο πνευματικός του είπε: «Είναι δύσκολο αυτή τη στιγμή αυτό που ζητάς, δηλ. να σε μυρώσω. Δεν είναι όμως απαραίτητο αφού πήρες την γενναία απόφαση να βαπτιστείς το βάπτισμα του αίματος. Αυτό το βάπτισμα δεν μολύνεται από καμιά ακαθαρσία και καθαρίζει τον άνθρωπο από όλες τις αμαρτίες και ιδιαίτερα το έγκλημα της αρνήσεως της πίστεως. Είναι καλά και σωτήρια αυτά που ζητάς, το μύρο και η θεία κοινωνία, αλλά κατώτερα από το μαρτύριο».
Από τότε πήγαινε συχνά στο φίλο του πνευματικό με μεγάλη προσοχή για να μη γίνει αντιληπτός. Έπαιρνε θάρρος και γύριζε κρυφά πίσω στο σπίτι. Αυτό γινόταν δεκαπέντε ημέρες κατά τις οποίες θεραπεύθηκε λίγο η πληγή της περιτομής.
Ένα Σάββατο πρωί πήγε στον πνευματικό και του λέει: « Σήμερα είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω. Πήρα την απόφαση να παρουσιαστώ και ήλθα να σε αποχαιρετήσω». Έψαλλαν μαζί Παράκληση στην Κυρία Θεοτόκο και έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό. Στηρίχθηκε για λίγο από τον πνευματικό, φόρεσε καθαρά ρούχα που είχε μαζί του και ένα μαύρο σκούφο επειδή όταν πήγε στον πνευματικό φορούσε κοσμικά ρούχα. Αγνώριστος ξεκίνησε γρήγορα. Ο πνευματικός τον ακολουθούσε από μακριά δίνοντας του θάρρος μέχρι το χώρο του δικαστηρίου‡ στάθηκε δε έξω από ένα εργαστήριο κάποιου χριστιανού για να δει την εξέλιξη των γεγονότων.
Ο μάρτυρας στάθηκε μπροστά στο δικαστή, πέταξε το σαρίκι και κατηγόρησε τη μουσουλμανική θρησκεία και φορώντας το σκούφο του ομολόγησε ότι είναι χριστιανός και ότι επειδή ξεγελάστηκε από το διάβολο αρνήθηκε τον αληθινό Θεό και τον Ιησούν Χριστό και ότι η θρησκεία των Τούρκων είναι ψεύτικη, είναι μια ασέβεια.
Εκείνοι του πέταξαν από το κεφάλι το σκούφο και τον μάλωναν να μη βλαστημά. Ο μάρτυρας όμως του Χριστού πιο πολύ τους ήλεγχε και τους κατηγορούσε ως ασεβείς.
Βλέποντας τη σταθερότητα της αποφάσεως του μάρτυρα άλλαξαν στάση. Δείχνοντας αγριότητα τον άρπαξαν σαν αιμοβόρα θηρία και έδεσαν σφικτά πίσω τα χέρια με το σαρίκι του και τον οδηγούσαν με τόσο θυμό, λες και απειλούσε τη ζωή τους, στη φυλακή του δικαστή μέχρι να έρθει το αφεντικό του ο σερδάρης.
Μπροστά στο δικαστή τον ρωτούσαν την αιτία της μεταβολής του. Αυτός χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς φόβο και συστολή άνοιξε το στόμα του και με μεγάλο θάρρος έλεγξε την κακοδοξία και την ασέβειά τους.
Τότε του λέει ο δικαστής: « Βρε ανόητε, τι είναι αυτό που κάνεις;». Ο μάρτυρας με μεγάλο θάρρος του απάντησε. « Ανόητοι είστε εσείς, που είστε όλο σάρκες και ακαθαρσία και βρωμιά και όχι εγώ. Ανόητος ήμουν μέχρι τώρα και γελάστηκα πιστεύοντας ότι είναι καλή η πίστη σας όμως τώρα γνώρισα την αλήθεια και είδα ότι είναι ψεύτικη και μάταιη.
Αρχίζουν τότε με μαλακό και ήπιο τρόπο να του τάζουν μεγάλες δωρεές και αξιώματα. Αυτός τους απάντησε ότι και όλον τον κόσμο να του χαρίσουν δεν είναι δυνατό να αλλάξει γνώμη.
«Πως άλλαξες τόσο γρήγορα; Ποιος παπάς σε δίδαξε να κάνεις τέτοια δουλειά;». Ήθελαν να πάρουν κάποιο λόγο από το στόμα του. Ο μάρτυρας όμως τους απάντησε ότι δεν γνώριζε κανένα αλλά μόνος του πήρε την απόφαση.
« Ο διάβολος μπήκε μέσα σου και σου άλλαξε τα μυαλά».
«Εγώ μέσα μου δεν έχω κανένα άλλο παρά τον Θεόν, τον Ιησούν Χριστό μου και την Παναγία μου».
«Τώρα που θα δεις το κεφάλι σου να πέφτει στα πόδια σου θα δούμε αν θα έρθει η Παναγία σου να σε γλυτώσει;».
«Ό,τι θέλετε κάνετε. Εγώ είμαι έτοιμος» απάντησε ο μάρτυρας.
Βλέποντας τη σταθερότητα της απόφασης του και μάλιστα επειδή τους ήρθε πριν λίγο διαταγή ότι κινδυνεύει το βασίλειό τους και πρέπει να προφθάσουν μικροί και μεγάλοι να ξεφύγουν από τους εχθρούς, ταραγμένοι όπως ήσαν δεν τους περίσσευε ώρα για να τον βασανίσουν, -αυτό συνέβη κατά θεία παραχώρηση-, πήραν την απόφαση του αποκεφαλισμού του τρεις ώρες μετά την παρουσίασή του στο δικαστήριο.
Τον οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως δεμένο πισθάγκωνα. Οι ασεβείς τον έβριζαν και τον εξευτέλιζαν. Αυτός δε ο γενναιόψυχος δεν περπατούσε αργά, αλλά έτρεχε με χαρούμενο πρόσωπο και με μεγάλη αγαλλίαση. Όσους χριστιανούς συναντούσε στο δρόμο του τους αποχαιρετούσε λέγοντας «να έχετε υγεία» και πήγαινε πρόθυμα παρακαλώντας για το θείον έλεος, σαν να πήγαινε σε χαρά και πανήγυρη με τη σκέψη ότι πρόκειται να χύσει το αίμα του για την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Με τόσο θάρρος στεκόταν την ώρα του αποκεφαλισμού του που προκάλεσε έκπληξη στους παρευρισκόμενους Αγαρηνούς. Κανένας δεν τολμούσε να του κόψει το κεφάλι, δεν ξέρω τι σκέφτονταν, αλλά προφασιζόταν ο ένας και παρακινούσε τον άλλο να κάνει την εκτέλεση. Δεν βρέθηκε κανένας από τη συνοδεία να του κόψει το κεφάλι μόνον ένας αρνητής του Χριστού που ξεπέρασε τους άλλους στην κακία. Αυτόν κάλεσαν και αυτός σήκωσε το ξίφος κατά του μάρτυρα, ο αθεόφοβος.
Με τον αποκεφαλισμό τελείωσε τη ζωή του ο οσιομάρτυρας Προκόπιος στις 25 Ιουνίου το 1810 ημέρα Σάββατο. «Σαββάτισε» αναπαύθηκε δηλαδή και άφησε την πρόσκαιρη αυτή ζωή για χάρη της αιώνιας και υπερευφρόσυνης παίρνοντας το στεφάνι του μαρτυρίου ανταλλάσσοντας τα φθαρτά με τα αιώνια.
Είθε με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε και εμείς τα αιώνια αγαθά. Αμήν.
πηγή: Γραμμένο από τον Ιεροδιδάσκαλο της Σμύρνης Χρύσανθο
μεταφορά στη δημοτική και διασκευή http://vatopaidi.wordpress.com

Άγιος Θεόληπτος, μητροπολίτης Φιλαδέλφειας (1250-1322/6)

01.jpg
Γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας περί το 1250. Έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Νωρίς εγκατέλειψε τη σύζυγό του και αποσύρθηκε στην αθωνική ησυχία. Η συνάντηση του με τον ησυχαστή Νικηφόρο είχε βαθειά επίδραση πάνω του, καθώς και με τον άγιο Αθανάσιο Κωνσταντινουπόλεως. Έζησε για ένα διάστημα στη μονή Εσφιγμένου. Η επίσκεψη του στην Κωνσταντινούπολη και ο έλεγχος του για τη θρησκευτική πολιτική του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου αποτέλεσμα είχε να ριχθεί στις φυλακές. Μετά την αποφυλάκιση του επιστρέφει στην πατρίδα του και η όσιακή βιοτή του τον κάνει πνευματικό πατέρα όλης της πόλεως.
Περί το 1324 εκλέγεται μητροπολίτης Φιλαδέλφειας και ποιμαίνει την επαρχία του επί τέσσερις δεκαετίες με μόνο οδηγό τον νόμο του Θεού. Οι επιστολές και ομιλίες του που σώζονται το φανερώνουν. Κατά την εκδημία του εκτυλίχθηκαν συγκινητικές σκηνές από τον πιστό λαό, που είχε ευεργετηθεί από τον επίσκοπο του και τον υπεραγαπούσε.
Υπήρξε σύμβουλος καλός ισχυρών αυτοκρατόρων. Με την πλούσια συγγραφική του δράση επηρέασε σημαντικά τη θρησκευτική ζωή του καιρού του. Θεωρείται πρόδρομος της θεολογικής αναγεννήσεως του 14ου αιώνα. Ένας ασκητής, νηπτικός και ησυχαστής επίσκοπος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον είχε πρώτο πνευματικό του διδάσκαλο και αυτός αποφάσισε για την κλίση του.
Ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο εγκώμιο των Αγιορειτών Πατέρων τον υμνεί ως «όσιον», «θεόσοφον» και «υψίνουν». Πρόκειται για προσωπικότητα υψηλού κύρους και μεγάλης πνευματικότητος και αξίας. Βιογράφος του είναι ο Νικηφόρος Χούμνος.
Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουνίου και τη Β' Κυριακή Ματθαίου

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

 Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813)

undefined
Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου το 1721 από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας του Απόστολος Τούλιος καταγόταν από τη Σίφνο και είχε άλλα τρία παιδιά. Στο νησί του έμαθε τα πρώτα γράμματα από ρασοφόρους των εκεί μονών. Η Πάρος του έδωσε το επίθετό του.
Το 1745 μεταβαίνει για σπουδές στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου παραμένει επί εξαετία. Τότε δίδασκαν εκεί οι γνωστοί παραδοσιακοί δάσκαλοι Ιερόθεος Δενδρινός ο Ιθακήσιος και Χρύσανθος Καραβίας, οι οποίοι τον επηρέασαν αρκετά στην υγιή εντρύφηση του κάλλους της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το 1751 έφθασε στο Άγιον Όρος, στην επίσης ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή, που είχε ιδρύσει πλησίον της μεγάλης και πλούσιας μονής του ο αρχιμανδρίτης Μελέτιος Βατοπαιδινός, με καθηγητή του τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρη και συμμαθητή του τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Η εξάχρονη φοίτηση του Αθανασίου στην Αθωνιάδα ήταν γόνιμη και τον βοήθησε πολύ στην κατοπινή του πορεία. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η μαθητεία του στον Βούλγαρη.
Το 1758 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής του Ελληνομουσείου της Θεσσαλονίκης επί διετία. Η εκεί καταστρεπτική ασθένεια της πανώλης τον αναγκάζει ν' αναχωρήσει για την Κέρκυρα και να μαθητεύσει ξανά στον Νικηφόρο Θεοτόκη. Από εκεί προσκαλείται από τον συμμαθητή του Παναγιώτη Παλαμά στο Μεσολόγγι ως ιεροκήρυκας. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1767 και διευθύνει το Ελληνομουσείο μέχρι το 1770, όπου έχουμε την έκρηξη επαναστάσεως. Καταφεύγει στη γνωστή φίλη αθωνική ησυχία, μένει για λίγο στη μονή Ιβήρων και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Σχολής (1771-1776). Την εποχή αυτή χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, με τον οποίο θα συνεργασθεί και συναγωνισθεί στο θέμα της διατηρήσεως και επανόδου των ιερών θεσμών της Ορθοδόξου Παραδόσεως, «αναδεικνυόμενος απολογητής και μαχητικός ηγέτης των Κολλυβάδων». Ο σοφός Αθανάσιος «εμφανίζεται ως σθεναρός υπέρμαχος του ορθού και της αλήθειας, εις την περίπτωσιν αυτήν προσπαθεί να συμβιβάση τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, να αμβλύνη τις διαφορές και να ενώση τα διεστώτα». Δυστυχώς η στάση του Αθανασίου παρεξηγήθηκε, και κατόπιν συκοφαντικών εισηγήσεων από ψευδαδέλφους καταδικάσθηκε το 1776 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι εισηγείται ετεροδιδασκαλίες. Έτσι απομακρύνεται λυπημένος από το φίλτατο Άγιον Όρος.
Στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του Ελληνομουσείου. το 1781 αποκαθίσταται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εγκωμιάζεται ως «ανήρ ων ου των ευκαταφρονήτων σοφίας τε μετεσχηκώς της θύραθεν και της καθ' ημάς και καλώς μεμυημένος τα θεία και ευπαιδευσία τω όντι τη καθηκούση κεκοσμημένος». Μάλιστα τον καλούν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και του προτείνουν επισκοποποίηση. Εκείνος ειλικρινά και ταπεινόφρονα τους απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλά δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
Το 1787 μεταβαίνει στη Χίο, όπου θα παραμείνει έως της μακαρίας κοιμήσεώς του, διδάσκων, κηρύττων, συγγράφων, λειτουργών, προσευχόμενος και ασκούμενος.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, κατά τις δύο περίπου εξαετίες της παραμονής του στην Αθωνιάδα, την πρώτη φορά ως μαθητής άριστος και τη δεύτερη ως σχολάρχης εξαίρετος, μελετά με φιλοπονία και ετοιμάζεται για μεγάλο έργο. Γράφει ένας των βιογράφων του: «Άπληστος και ακαταπόνητος στη φιλομάθειά του, καταγίνεται εντατικά στις ιδιαίτερές του αυτές μελέτες με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας και της κλασσικής παιδείας ... ερευνά τις βιβλιοθήκες της Σχολής και όλων των αγιορειτικών μονών ... καταρτίζεται λοιπόν η γεμάτη από άγιους οραματισμούς αυτή καρδιά και διάνοια και για "εργάτης του Ευαγγελίου". Εξασκείται εντατικά και συστηματικά στο θείο κήρυγμα, για να «ωφελήση», όπως συχνά εδήλωνε «το Γένος του». Είναι πλασμένος για ιεραπόστολος και εθναπόστολος».
Όπως αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές ... Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές. Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα' εννοούσαν να ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ' αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Η παραμονή του οσίου Αθανασίου του Παρίου στη διεύθυνση της Σχολής της Χίου από το 1788 ως το 1811 της έδωσε μεγάλη φήμη και φοίτησαν σπουδαίοι μαθηταί. Το έργο του Αθανασίου συνίστατο κυρίως στην προβολή των ιερών κειμένων της Ορθοδόξου Παραδόσεως απέναντι στο δυνατό ρεύμα του Διαφωτισμού. Αφετηρία, τροφή και πηγή εμπνεύσεως του διδακτικού του έργου είναι τα αγιοπατερικά έργα και όχι οι νέες ιδέες της Δύσης, οι ξένες από την πλούσια παράδοση του εγχώριου πολιτισμού. Αρκετοί λόγιοι της εποχής εκείνης αντέδρασαν στη στάση, το ήθος, τον τρόπο και την εμμονή του Αθανασίου στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, όπως οι Βενιαμίν Λέσβιος, Αδαμάντιος Κοραής και Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα, στενοκεφαλιά και γεροντικό πείσμα. Εντούτοις ο υπομονετικός, σοβαρός, σοφός, θεοσεβής και ελληνοτραφής Αθανάσιος υπήρξε βράχος ακλόνητος της πίστεως, «κυρίαρχη μορφή λογίου ανδρός που αγωνίσθηκε κατά της δυτικής αλλοτριώσεως του χώρου της Ορθόδοξης Ανατολής ... η ενσάρκωση μιάς πνευματικής στάσης, πιστά προσκολλημένης στην Παράδοση των Πατέρων, Παράδοση εκκλησιαστικής εμπειρίας, εκκλησιαστικού γεγονότος, κάλλους και σοφίας».
Ο όσιος Αθανάσιος πέρα από την πολύτιμη διδακτική και κηρυκτική του δράση άφησε, όπως και οι άλλοι Κολλυβάδες, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που περιέχεται σε αξιόλογα βιβλία απολογητικού, δογματοκανονικού, λειτουργικού, παιδαγωγικού, αγιολογικού, υμνολογικού, ομιλητικού, επιστολογραφικού περιεχομένου. Ο μαθητής και βιογράφος του όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1760-1821) γράφει για το πλούσιο έργο του σεβαστού και αγαπητού του διδασκάλου: «Εις διάστημα τόσον ολιγοχρόνιον εξέδωκεν εις φως τόσα και τόσα βιβλία αξιόλογα και επαίνου παντός υπεράξια, ρητορικάς αντιφωνήσεις, χριστιανικάς απολογίας, κρίσεις του ουρανού, μεταφυσικά, θεολογίας ... Τα δε λοιπά όλα συνθέματα σχολής βιβλία όσον αναγκαία τόσον και σπάνια, και όσον σπάνια τόσον και αναγκαία, βιβλία καινούργια, καινοφανή, πρωτοφανούσικα, ως προς ημάς, διά να μεταχειρισθώ αυτήν την λέξιν».
Ο άλλος βιογράφος του Αθανασίου, ο Χίος λόγιος Ανδρέας Ζανής Μάμουκας, σε «Υπόμνημα αληθέστατον υπό ανωνύμου τινός περί του περιωνύμου και αοιδίμου κυρίου Αθανασίου του Παρίου» αναφέρει ότι το 1811 υπέργηρος και κατάκοπος ο Αθανάσιος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής και αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρευστά, έχοντας συνοδεία τον όσιο Νικηφόρο από τα Καρδάμυλα και τον Ιωσήφ από τον Φουρνά των Αγράφων. Γράφοντας ως τα τέλη του, μελετώντας, προσευχόμενος και διδάσκοντας τελείωσε τον μακάριο βίο του, όπως ωραία αναφέρει ο Μάμουκας: «Μόλις δ' εις μέσου του προοιμίου όντι, επήλθε αυτώ ρεύμα αποπληξίας, και διέκοψε την εργασίαν. Μετά δύο εβδομάδας μικρόν αναλαβών, εξακολούθησε την συγγραφήν και τω επήλθε δεύτερον, ισχυρότατον του πρώτου ρεύματος, τούτο δε μόνον έφθασε να είπη «ετοιμάσατε τα χρειώδη». Η γλώσσα του έμεινε δεδεμένη, εκ δε του νεύματος των οφθαλμών και εκ μικράς κινήσεως της χειρός εννοήσαν οι μετ' αυτού, ότι χρειώδη είπε την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων. Λαβών δε το εφόδιον τούτο του ουρανίου δρόμου, σύννους και εν γνώσει φρενών, έμεινεν έτι ζων και νοών επί μίαν ημέραν και μίαν νύχτα, και ετελειώθη εν Κυρίω ατάραχος τη 24η Ιουνίου 1813 έτους. Ετάφη εν τω προπυλαίω του ναού του μονυδρίου εκείνου».
Τα μάτια του έκλεισε ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ. Αυτή ήταν η περιουσία του: «Την ευσέβειαν ήσκει ουχί εν λόγοις, αλλ' εν έργοις' μεριμνών περί των άλλων πάντοτε, ημέλει εαυτού και απέθανε πάμπτωχος, ενώ έσχε πλείστας ευκαιρίας να πλουτίση. Εθεώρει αμάρτημα θανάσιμον, εάν η ανατολή της πρώτης του έτους εύρισκεν εν τω θηλακίω αυτού οβολόν του παρελθόντος έτους' διό αποθανών κατέλιπεν ως περιουσίαν μίαν ενδυμασίαν, ένα λύχνον και ένα μελανοδοχείον».
Ετάφη στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του όσιος Νικηφόρος έγραψε:
« Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως ...».
Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822. Ημέτεροι και ξένοι επαινούν επάξια τον όσιο Αθανάσιο για τη δράση και το έργο του, υπάρχει μάλιστα πλούσια βιβλιογραφία. Σήμερα θεωρείται πλέον ισχυρός, σοφός και ενάρετος άνδρας. Αντέδρασε δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα στον δυτικό διαφωτισμό, που ήθελε ν' αλλοιώσει βάναυσα το ορθόδοξο ήθος και ύφος της αγιοτόκου Ελλάδος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόπιν ενεργειών των μακαριστών Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου και Νικολάου Αρκά διά του μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας κατέταξε το 1991 τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι οι τρεις πρόμαχοι του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος εστέφθησαν αγιωνυμίας επάξια.
Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο άγιος συντιμάται και μετά των αγίων της Αθωνιάδος.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουνίου.
.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


14.jpg
Υπήρξαν μοναχοί της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου. Το 1820 απεστάλησαν οι ιερομόναχοι Νεόφυτος και Αμβρόσιος, ο Ιεροδιάκονος Παρθένιος και οι μοναχοί Διονύσιος και Δωρόθεος και αργότερα ο Μακάριος στην Κρήτη, κατόπιν προσκλήσεως, με τίμια λείψανα, προκειμένου να εκδιωχθεί η φοβερή ασθένεια της πανώλης, η οποία μάστιζε τους κατοίκους του νησιού. Αυτά ήταν, μέρος της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου, δώρο στη μονή του αυτοκράτορα Ιωάννου Καντακουζηνού, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου και η κάρα του αγίου Ανδρέου Κρήτης.
Άπό τή διήγηση του μοναχού Αρσενίου Παντοκρατορινού, που αντεγράφη στις 25 Ιουνίου 1932 και σώζεται στη μονή Βατοπαιδίου, πληροφορούμεθα πώς η μονή απέστειλε στό Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης, το Ηράκλειο, τον Ιούνιο του 1820 πέντε αδελφούς της με τα προαναφερόμενα τίμια λείψανα. Μετά από δεκαπενθήμερο ταξίδι οι Βατοπαιδινοί πατέρες έφθασαν στό Ηράκλειο και μετά επίσημη εκεί υποδοχή, έκαμαν αγιασμούς ως το Πάσχα τού 1821 στην μεγαλόνησο.
Στις 22 Ιουνίου 1821 κληρικοί και λαϊκοί ήταν συναγμένοι στη μητρόπολη του Ηρακλείου για τον φόβο των Τούρκων, αφού σε πολλά μέρη είχαν εξεγερθεί. Κατά την έφοδο των Τούρκων στό κτήριο της μητροπόλεως θανατώθηκαν κληρικοί και λαϊκοί, μεταξύ των οποίων οι Βατοπαιδινοί ιερομόναχοι Νεόφυτος και Αμβρόσιος και ο μοναχός Μακάριος. Ο ιεροδιάκονος Παρθένιος και οι μοναχοί Διονύσιος και Δωρόθεος έλαβαν την Αγία Ζώνη, τον Τίμιο Σταυρό και την κάρα τού αγίου Ανδρέου Κρήτης και κρύφτηκαν σε σπίτια κρυπτοχριστιανών.
Μετά άπό πολλές περιπέτειες συνέλαβαν τον μοναχό Διονύσιο, «τον εβίασαν να τουρκίση και δεν έστρεξε». Μετά άπό πολλά βασανιστήρια τρύπησαν το κεφάλι του με πυρωμένη σούβλα και τον κρέμασαν την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας τού 1822 (13 Φεβρουαρίου). Προηγουμένως είχε εξομολογηθεί και είχε μεταλάβει των θείων και αχράντων μυστηρίων. Σε επιστολή τού διασωθέντος ιεροδιακόνου Παρθενίου Βατοπαιδινού της 2 Σεπτεμβρίου 1824 επιβεβαιώνεται ότι ο ένας των πατέρων κρεμάσθηκε, προφανώς ο Διονύσιος.
Τα τίμια λείψανα περνώντας άπό διάφορα χέρια έφθασαν στη Σαντορίνη, όπου μετά πολλούς κόπους κατάφερε ο Προηγούμενος Διονύσιος Βατοπαιδινός με τή βοήθεια τού οικείου μητροπολίτου Ζαχαρία να τα παραλάβει και να τα μεταφέρει στό μοναστήρι του στις 2 Μαΐου 1831.
Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, διά της υπ΄ αριθμ. πρωτ. 837 της 21.9.2000 Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως κατέταξε στό Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τους ως άνω Βατοπαιδινούς οσιομάρτυρες μετά των άλλων ιερομαρτύρων και μαρτύρων της Κρήτης, «ότι υπέρ Χριστού πανδήμως το μαρτύριον αποδεξάμενοι και ενώπιον πάντων γενναίως τον Ιησού Χριστόν ομολογήσαντες το αίμα αυτών υπέρ της αληθούς ομολογίας εξέχεαν και τού μαρτυρίου, ως γνήσιοι μάρτυρες τού Χριστού, παρά πάντων τών εν τη μεγαλονήσω Κρήτη Ορθοδόξων Χριστιανών μαρτυρηθέντες».
Συγκεκριμένα στό μηνολόγιο της ιεράς ακολουθίας αυτών αναφέρεται πώς εφόνευσαν αρχιερείς, ιερείς και «αγιορείτας πατέρας εκ της Ιεράς Μονης Βατοπεδίου, προσκομίσαντες εις το Μέγα Κάστρον προς προσκύνησιν κατά της επιδημίας της πανώλους τίμια λείψανα και την Αγίαν Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Η μνήμη των ιερομαρτύρων Νεοφύτου και Αμβροσίου και του οσιομάρτυρος Μακαρίου τιμάται στις 22 Ιουνίου, του δε οσιομάρτυρος Διονυσίου η μνήμη τιμάται στις 10 Οκτωβρίου. Ακολουθία συνέθεσαν ο ιερομ. Κύριλλος Κογεράκης, νυν μητροπολίτης Ρόδου και ο κ. Χαραλάμπης Μπούσιας.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοσις: Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Άγιον Όρος, 2007

 Άγιος Γρηγόριος ο Διδάσκαλος ο Βατοπαιδινός

33.jpg
Ο άγιος ιεράρχης Γρηγόριος ο Διδάσκαλος γεννήθηκε σε μία ευλογημένη οικογένεια στο Βουκουρέστι, το έτος 1765, παίρνοντας κατά τη βάπτισή του το όνομα Γεώργιος. Ο νεαρός Γεώργιος (Μινκουλέσκου) σπούδασε στις πιο φημισμένες σχολές της εποχής, όπως η ηγεμονική Ακαδημία του Αγίου Σάββα, αποκτώντας μία εξαιρετική μόρφωση και μία σοβαρή θεολογική κουλτούρα.
Μετά το πέρας των σπουδών του, ανεχώρησε μαζί με άλλους δύο συμφοιτητές και φίλους για το μοναστήρι Νεάμτς, το οποίο τότε καθοδηγούνταν από το μέγα Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ. Το έτος 1790 εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος και όντας γνώστης της λατινικής και ελληνικής γλώσσας, έκανε υπακοή και μετέφρασε μερικά συγγράμματα των αγίων πατέρων. Μετά από μερικά χρόνια μαζί με το φίλο του, μοναχό Γερόντιο, στάληκε στο Βουκουρέστι, όπου του ενεπιστεύθη η φροντίδα της βιβλιοθήκης της μητροπόλεως.
Από εδώ, ανεχώρησε αργότερα για το Άγιον Όρος, ασκητεύοντας για κάποιο καιρό στην περιοχή Καλαμιτσίου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.
Το έτος 1812, ο άγιος Γρηγόριος έφυγε από τον Άθωνα και επέστρεψε στο μοναστήρι Νεάμτς, όπου συνεχίζοντας την εργασία μεταφράσεως και εκτυπώσεως των ιερών βιβλίων, παρέμεινε μέχρι το 1820, οπότε επέστρεψε στο Βουκουρέστι. Για λίγο καιρό διέμεινε στο μοναστήρι Αντίμ και ύστερα εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι Καλνταρουσάνι, 30 χιλ. βορείως του Βουκουρεστίου, μοναστική εστία με αγιορειτικό τυπικό, καθιερωμένο μερικές δεκαετίες πριν από έναν άλλο μαθητή του αγίου Παϊσίου, τον καθηγούμενο π. Γεώργιο από την Τσερνίκα. Εδώ έζησε ταπεινά σε ένα μικρό κελλί όπου είχε για κρεβάτι μία σανίδα σκεπασμένη με ψάθα και μία κουβέρτα, ένα τραπέζι, μία καρέκλα, μία εικόνα και δύο δισάκια βιβλία.
Αν και τότε ήταν μόνο ιεροδιάκονος, το 1823 ο ηγεμόνας της Ρουμανικής Χώρας, Γρηγόριος Δημήτριος Γκίκας, μαθαίνοντας την ταπείνωση και τη σοφία του, τον κάλεσε στο Βουκουρέστι για να τον εγκαταστήσει στον θρόνο της μητροπόλεως Ουγγροβλαχίας. Ο άγιος με δυσκολία δέχτηκε να υπακούσει, όμως αρνήθηκε να πάει με την άμαξα που του έστειλε ο βοεβόδας και ανεχώρησε για το Βουκουρέστι με τα πόδια. Λέγεται ότι πιάνοντάς τον η νύκτα στο δρόμο ζήτησε φιλοξενία στον ιερέα ενός χωριού κοντά στο Βουκουρέστι, όμως αυτός βλέποντάς τον ένα απλό μοναχό και σκονισμένο από το δρόμο δεν τον δέχτηκε στο σπίτι αλλά τον έστειλε να κοιμηθεί στο σταύλο. Όταν όμως αργότερα ήλθε να ασπαστεί το χέρι του νέου μητροπολίτη, όπως ήταν η συνήθεια, αναγνωρίζοντάς τον, ο ιερέας δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του και έτρεμε από φόβο. Ο άγιος Γρηγόριος όμως, αναγνωρίζοντάς τον και αυτός, του είπε με πραότητα: «Ησύχασε, πάτερ' τα γουρούνια της αγιωσύνης σου ήταν πολύ καθώς πρέπει» και δεν του έκανε τίποτε.
Η ενθρόνιση του έλαβε χώρα την 11η Ιανουαρίου 1823. Όταν του επέδωσε την αρχιερατική ράβδο ο ηγεμόνας, πρόφερε τα λόγια: «Ούτε αυτού που έτρεξε, ούτε αυτού που παρακάλεσε, αλλά αυτού που ευλόγησε ο Θεός!» Ως μητροπολίτης ο άγιος Γρηγόριος, εγκατέστησε επισκόπους στους θρόνους της Άρτζες, Ράμνικ και Μπουζάου, οικοδόμησε εκκλησίες και ίδρυσε σχολεία στα χωριά και τις πόλεις. Με δική του πρωτοβουλία επίσης ιδρύθηκαν τα Σεμινάρια του Βουκουρεστίου, του Μπουζάου, της Κούρτσα ντε Άρτζες και του Ράμνικ. Φρόντισε ιδιαιτέρως τους φτωχούς, τις χήρες και τα παιδιά. Άρχισε και την επισκευή του καθεδρικού μητροπολιτικού ναού του Βουκουρεστίου, ο οποίος τελείωσε μόλις μερικά χρόνια μετά την κοίμησή του, όσο και την εκτύπωση βίων αγίων σε 12 τόμους.
Το έτος 1829, ο άγιος Γρηγόριος εξορίστηκε στη Βεσσαραβία από το ρωσσικό καθεστώς. Του επετράπη να επανέλθει στο Βουκουρέστι μόλις το 1833 ενώ το 1834 στις 22 Ιουνίου, την ώρα της αγρυπνίας κοιμήθηκε εν Κυρίω. Ενταφιάστηκε στον αρχιερατικό θρόνο σε θέση την οποία μόνος είχε διαλέξει. Κάτω από τη στέγη του καθεδρικού ναού στη βορεινή πλευρά του ιερού βήματος, στο ύψος της προσκομιδής.
Το 1841, μετά από 7 χρόνια έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του και η μεταφορά τους στο οστεοφυλάκειο της μονής Καλνταρουσάνι.
02.jpg
Μετά από ένα αιώνα, το 1934, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σ' ένα μικρό φέρετρο από σκαλιστή βελανιδιά στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου του μοναστηριού.
Το 1961 με φροντίδα του πατριάρχου Ιουστινιανού επανενταφιάστηκε στον νάρθηκα της μεγάλης εκκλησίας του μοναστηριού και πάνω στον τάφο του τοποθετήθηκε μία ωραία σκαλισμένη πέτρινη πλάκα.
01.jpg
Στη συνεδρία της 20ης-21ης Οκτωβρίου 2005, κατόπιν αναφοράς της Θεολογικής και Λειτουργικής Επιτροπής, με πρόταση του μακαριωτάτου πατριάρχου κυρού Θεοκτίστου, υπό την ιδιότητα του ως αρχιεπισκόπου Βουκουρεστίου και μητροπολίτου Μουντενίας και Δόμπρουτσας, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου ρουμανικής εκκλησίας, ενέκρινε την ένταξη στο αγιολόγιο του μητροπολίτη Γρηγορίου του Διδασκάλου, με γενική τιμή ως ιεράρχου με τον τίτλο: άγιος ιεράρχης Γρηγόριος ο Διδάσκαλος μητροπολίτης Ρουμανικής Χώρας, εγγεγραμμένος στο ημερολόγιο της Ορθοδόξου ρουμανικής εκκλησίας στην ημερομηνία της 22ας Ιουνίου με μαύρο σταυρό, απλό ως άγιος με πολυέλαιο.
Η επίσημη ανακήρυξη της κατατάξεως στο αγιολόγιο έλαβε χώρα στον πατριαρχικό καθεδρικό ναό του Βουκουρεστίου (βλέπε video κάτω) κατά την ημέρα των πολιούχων αυτού αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, την 21 Μαΐου 2006 κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας η οποία τελέστηκε από το μακαριώτατο πατριάρχη κυρό Θεόκτιστο, πλαισιωμένο από τα περισσότερα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου ρουμανικής εκκλησίας και αντιπροσώπων των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρεττανίας Γρηγορίου, Αντιπροσώπου του Οικουμενικού πατριαρχείου, του Σεβασμιωτάτου των ανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Μητροφάνους εκ μέρους του πατριαρχείου Σερβίας, του Σεβασμιωτάτου Ιγνατίου της Πλέβνας εκ μέρους του πατριαρχείου Βουλγαρίας, του Σεβασμιωτάτου Ελασσώνος Βασιλείου εκ μέρους της Ορθοδόξου εκκλησίας της Ελλάδος και του Σεβασμιωτάτου Λούμπλιν και Χέλμ εκ μέρους της Ορθοδόξου εκκλησίας της Πολωνίας.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Άγιος Κάλλιστος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

31.jpg
Απολυτίκιον του Αγίου Καλλίστου Ήχος α΄ Της ερήμου πολίτης
Βασιλίδος εδείχθης Πατριάρχης θεόσοφος και Αγίου Όρους το κλέος
των Σερραίων θησαύρισμα των θείων δε Χριστού ησυχαστών
ο φίλος και συνήγορος ομού διό πάντες πάτερ Κάλλιστε εν χαρά
υμνούμεν σε κραυγάζοντες Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ
δοξα τω σε θαυμαστώσαντι δοξα τω χορηγούντι δια σου
ημίν τα κάλλιστα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, ήταν θιασώτης των αντιλήψεων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Πασίγνωστος για την ευρυμάθειά του ο Κάλλιστος, ως μοναχός της Μονής των Ιβήρων του Αγίου Όρους έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως για την πραότητα και την εγκράτειά του κυρίως, όμως, αναγνωριζόταν ως ένας από τους ουσιαστικότερους εκπροσώπους των ησυχαστών στο Άγιο Όρος.
Γεννήθηκε περί το τέλος του 13ου αιώνα. Προγυμνάσθηκε στο μοναχικό βίο και τη θεωρία του ησυχασμού στη σκήτη του Μαγουλά έχοντας ως δασκάλους τους αδελφούς της σκήτης Ησαΐα, Κορνήλιο και Μακάριο. Στη σκήτη αυτή του Αγίου Όρους συναντήθηκε με τον Άγιο Αθανάσιο των Μετεώρων τον οποίο βοήθησε να κτίση, κατά το διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του (22 Ιουνίου 1354 - 20 Ιουνίου 1364) το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Μετέωρα.
Εμφορούμενος από πνεύμα συνέσεως, υπομονής και αγάπης, ο μοναχός Κάλλιστος, έγινε μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, το βίο του οποίου και συνέγραψε. Στη σκήτη του Μαγουλά ο Κάλλιστος χειροτονήθηκε ιερέας και έμεινε σ' αυτήν έως και το 1340-1341 χρονολογία συντάξεως του αγιορείτικου τόμου «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» στον οποίο και υπέγραψε ως αδελφός της σκήτης.
Αγαπημένος μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου συνόδευσε το δάσκαλό του στην έρημο των Παρορίων όπου και οικοδόμησαν κελιά, για να στεγάσουν το αυξανόμενο πλήθος των μαθητών του Oσίου. Ο Κάλλιστος αφού έμεινε κοντά στο δάσκαλό του για μικρό χρονικό διάστημα επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά το 1340-1341 εγγράφεται στο μοναχολόγιο της Μονής των Ιβήρων.
Αυτήν την εποχή, στα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η προς το Θεό ένωση των χριστιανών έπαψε να υπάρχει και οι ομόφυλοι αντίπαλοι έως θανάτου έγιναν. Με τη συνέργια του πονηρού η αγάπη διώχθηκε, η ένωση που επιτυγχάνεται με το της παλιγγενεσίας και της θεογενεσίας λουτρό διαλύθηκε. Το έθνος απ' άκρου εις άκρον τον εαυτό του πολεμά και υπό του εαυτού του πολεμιέται, καθώς, η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει στο Βυζάντιο, στην αρχή μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄ (1282-1328) και του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1341) προξένησε μεγάλες συμφορές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας.
Η ερήμωση της χώρας από τις ληστρικές επιδρομές και τις πολεμικές επιχειρήσεις κυρίως, κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου σπαραγμού, διόγκωσε την κοινωνική εξαθλίωση γεγονός που δεν άφησε αδιάφορους τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Το 1342 η Ιερά Κοινότητα του Άγίου Όρους συγκροτεί επιτροπή ειρηνεύσεως και συνδιαλλαγής την οποία στέλνει στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να συμφιλιώσει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννη Καντακουζηνό (1347-1354) και Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) που βρισκόταν σε αλληλομαχία. Ηγετική φυσιογνωμία αυτής της επιτροπής ήταν ο ενάρετος και πεπαιδευμένος ιερομόναχος Κάλλιστος που εντυπωσίασε, παρά το ατελέσφορο της ειρηνευτικής προσπάθειας, τους αντιμαχόμενους Βασιλείς. Με την επιστροφή του από τη βασιλεύουσα στο Άγιο Όρος ο ιερομόναχος Κάλλιστος διορίζεται από την Ιερά Κοινότητα μέλος της επιτροπής του αντιαιρετικού κατά των Βογόμιλων αγώνα, την κακόδοξη διδασκαλία των οποίων ανέκοψε στα πρώτα της βήματα στο Άγιο Όρος, ορθοτομώντας το λόγο της αληθείας.
41.jpg
Μετά την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ισιδώρου (17 Μαΐου 1347- 2 Δεκεμβρίου 1349), τον Οικουμενικό Θρόνο κόσμησε ο αγιορείτης ιερομόναχος Κάλλιστος, ύστερα από πρόταση του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, ο οποίος έστειλε τριήρη στο Άγιο Όρος για να μεταφέρει στη βασιλεύουσα το νέο Οικουμενικό Πατριάρχη. Στις 10 Ιουνίου του 1350 με ψήφους κανονικές γίνεται η εκλογή και η ενθρόνιση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄ που διοίκησε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως και τις 27 Νοεμβρίου του 1353 οπότε, αρνούμενος να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου από τον Καντακουζηνό, που ήθελε να ανακηρύξει το γιο του Ματθαίο συναυτοκράτορά του, απεκδύθηκε εκουσίως το πατριαρχικό αξίωμα και έζησε αρχικά στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάμαντος στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός με επίσημη πρόσκληση ζήτησε την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, όμως, ο πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, θεματοφύλακας της ορθής πίστεως και της νομιμότητας στη βυζαντινή αυτοκρατορία αποποιήθηκε την ηγεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μετέβη στην Τένεδο όπου βρισκόταν η έδρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.
Αξιομνημόνευτη πατριαρχική πράξη, κατά το διάστημα της πρώτης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, είναι η έκδοση σιγιλίου το Δεκέμβριο του 1350, κατά των προστρεχόντων στους μάγους. Αυτήν την εκφυλιστική πνευματική κατάσταση του λαού, που είχε την αρχή της στην πνευματική ληρότητα του κλήρου, ο πατριάρχης Κάλλιστος αντιμετώπισε με την εκλογή από το χορό των ευλαβέστερων και σεμνών στο βίο ιερέων-έξαρχων πνευματικών ταγών, που τοποθέτησε σε κάθε ενορία με καθήκοντα την καθοδήγηση και νουθεσία, τόσο του εκκλησιάσματος όσο και του κλήρου.
33.jpg 42.jpg
Το Δεκέμβριο του 1351 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, προκειμένου να προστατέψει την πνευματική ενότητα της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που καταδίκασε τις κακοδοξίες των αντιησυχαστών Βαρλαάμ και Ακινδύνου καθώς και τους πρεσβεύοντας τις ίδιες δοξασίες μητροπολίτες Εφέσου και Γάνου.
Το φθινόπωρο του 1352 ο Πατριάρχης Κάλλιστος δεν δίστασε να αφορίσει το Σερβικό Πατριαρχείο, που είχε παράνομα συσταθεί από το Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να κρατήσει ενωμένη την Αγία του Χριστού Εκκλησία.
Μετά την οικειοθελή απομάκρυνση του Κάλλιστου Α΄ από τον Οικουμενικό Θρόνο ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός συγκάλεσε σύνοδο, που κήρυξε έκπτωτο τον Κάλλιστο και εξέλεξε στον Οικουμενικό θρόνο τον Μητροπολίτη Ηρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353-1354).
Η είσοδος στην πρωτεύουσα, το Νοέμβριο του 1354, δυνάμεων φιλικά προσκείμενων στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, σήμανε ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την άνοδο το χειμώνα του 1354 στον Οικουμενικό Θρόνο, για δεύτερη φορά, του Κάλλιστου Α΄.
Κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, μεταξύ των άξιων αναφοράς διοικητικών πράξεών του συγκαταλέγονται: α) η έκδοση συνοδικού τόμου που απαγόρευε τα συνοικέσια ανάμεσα σε παιδιά, με επιβολή μάλιστα αφορισμού στους γονείς και κηδεμόνες, που πρωτοστατούσαν σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη γάμου και β) η μείζονος σημασίας, το Δεκέμβριο του 1355, πατριαρχική διδασκαλία προς τους Βουλγάρους ιερείς και μοναχούς, που βάπτιζαν κακώς, με μία μόνο κατάδυση και ραντισμό, ενώ το Άγιο Μύρο αντικαθιστούσαν με Μύρο από τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Βαρβάρου.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄ ιδρύθηκαν τα μοναστήρια Παντοκράτορος και Σίμωνος Πέτρας στο Άγιο Όρος.
34.jpgΣτην προσπάθειά του να αναχαιτίσει, ως πρόμαχος της Ορθοδοξίας, την εισβολή κακοδόξων δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε και εκφώνησε πλήθος ομιλιών κατά των αιρετικών ενώ, προκειμένου να εμψυχώσει σε δύσκολους καιρούς το λαό της Βασιλίδος των πόλεων συνέταξε προσευχές, τις οποίες η Εκκλησία μας έχει ενταγμένες στα λειτουργικά της βιβλία και αναπέμπει προς τον Κύριο προκειμένου να επιτύχει την αρωγή Του σε δύσκολες περιστάσεις.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε, εκτός των αντιαιρετικών ομιλιών και προσευχών και βίους αγίων, όπως του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και του Οσίου Θεοδοσίου Τυρνόβου.
Το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού στη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έφερε και την ειρήνη στην επικράτειά της. Η ημισέληνος, ως δρέπανο θανάτου θερίζει τα στάχυα της ορθοδοξίας στα καλλίκαρπα μέρη του Έβρου. Οι Τούρκοι που ήρθαν ως σύμμαχοι του Ιωάννη Καντακουζηνού στα Βαλκάνια, έφτιαξαν ισχυρά προγεφυρώματα στη Θράκη και με έδρα το Διδυμότειχο, την Ανδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη κατέστρεφαν την ύπαιθρο χώρα εφαρμόζοντας συστηματικά μέτρα εποικισμού.
Η αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως απαιτούσε τη συνένωση των χριστιανικών δυνάμεων της Βαλκανικής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ηγήθηκε μιας αυτοκρατορικής πρεσβείας προς την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ, με αντικειμενικό σκοπό τη συμμαχία των σερβικών και των βυζαντινών δυνάμεων, για να αναχαιτιστεί η Τουρκική επεκτατικότητα στη Θράκη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η συνοδεία του αφού προσκύνησαν στο Άγιο Όρος, έφτασαν στην πόλη των Σερρών στις αρχές Ιουνίου του 1364 και έτυχαν από την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ επίσημης υποδοχής. Όμως ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ασθένησε από λοιμώδη νόσο και τελείωσε το βίο του απρόοπτα στην πόλη των Σερρών. Η λοιμώδης νόσος πρόσβαλε την υγεία και πολλών μελών από τη συνοδεία του Πατριάρχη με αποτέλεσμα να απλωθεί η φήμη πως, ο Πατριάρχης και η συνοδεία του, δηλητηριάστηκαν από τους Σέρβους. Τη φήμη αυτή ο ιστορικός αυτών των χρόνων Ιωάννης Καντακουζηνός απορρίπτει ως αβάσιμη και ψευδή.
Η θλιβερή είδηση του απρόοπτου τέλους της ζωής του Πατριάρχη διέτρεξε τα όρια της αυτοκρατορίας. Επιτροπές από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μάλιστα της Λαύρας, ήρθαν στις Σέρρες και ζήτησαν από την Ελισάβετ το σκήνωμα του ιεράρχη προκειμένου να το μεταφέρουν στην μητρόπολη του ορθόδοξου μοναχισμού, το Άγιο Όρος. Η ηγεμόνας των Σέρβων δεν κάμφθηκε από τις παρακλήσεις των μοναχών. Ενταφίασε το άγιο λείψανο του Πατριάρχη σε ταφικό παρεκκλήσι που έκτισε στο προαύλιο του Μητροπολιτικού ναού για να έχει η ίδια και η πόλη των Σερρών την προστασία του.
37.jpgΑσφαλείς ενδείξεις βεβαιώ-νουν πως το μεγαλοπρεπές παρεκκλήσι, αριστερά της εισόδου του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού των Αγίων Θεοδώρων, στεγάζει τον τάφο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄.
Για το σύνολο των διδαχών του, τους αγώνες του για την προάσπιση της ενότητας της Εκκλησίας από την ανταρσία και τις κακοδοξίες των δυτικών και τη συμβολή του στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία μας συγκατέλεξε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ μεταξύ των αγίων της και όρισε η μνήμη του να εορτάζεται στις 20 Ιουνίου.

Όσιος Παΐσιος Χιλιανδαρινός

01.jpg
Γεννήθηκε στην πόλη Μπάνσκο της Βουλγαρίας περί το 1722. Νέος ήλθε στο Άγιον Όρος, στη Μονή Χιλανδαρίου, και μόνασε κοντά στον μεγαλύτερο αδελφό του ηγούμενο Λαυρέντιο.
Μετά την επάνοδο από το ταξίδι του στη Σόφια, έγραψε την ιστορία με τον τίτλο «Ιστορία σλαβοβουλγαρική περί των λαών, των βασιλέων και των αγίων των Βουλγάρων, συλλεγείσα και τακτοποιηθείσα υπό Παϊσίου, ιερομονάχου του Αγίου Όρους, προς ωφέλειαν του βουλγαρικού λαού» (1762). Η ιστορική αξία του βιβλίου είναι μικρή και δυστυχώς έχει αρκετά ανθελληνικά στοιχεία. Συνέβαλε στην αφύπνιση του εθνικού αισθήματος των Βουλγάρων και στη διαμόρφωση της εθνικής συνειδήσεώς τους και γνώρισε πολλές εκδόσεις.
Η ημερομηνία του θανάτου του δεν είναι γνωστή, καθώς και στοιχεία της αγιορειτικής βιοτής του. Αναγνωρίσθηκε άγιος τελευταία από τη σύνοδο της Βουλγαρικής Εκκλησίας.
Εορτάζεται την ίδια ημέρα με τον συνώνυμό του όσιο Παΐσιο τον Μέγα, στις 19 Ιουνίου.

Όσιος Λεόντιος ο Μυροβλύτης (+1605)

500.jpg
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1520. Από μικρός «καταλείψας πατέρα και μητέρα, συγγενείς και φίλους, ευθύς είς ασκητικούς αγώνας εαυτόν έδωκε και νέος κατά πολλά την ηλικίαν γέροντος γνώσιν απέκτησεν».
Το 1537 ήλθε στη μονή Διονυσίου, όπου ασκήθηκε υπεράνθρωπα επί συνεχή 68 έτη, δίχως ποτέ να εξέλθει από αυτή. Αγωνίσθηκε σ' ένα μικρό σπήλαιο-κελλί, παρά το «δοχειό» της μονής. Ήταν πλουτισμένος ο χαριτωμένος όσιος με διορατικό και προορατικό χάρισμα. «Πλήρης γενόμενος ο άγιος και απ΄ αυτά τα θεία χαρίσματα προέβλεπε σαφέστατα τους διαλογισμούς και τας πράξεις των προς αυτόν ερχομένων. Εκείνοι δε μανθάνοντες παρά του οσίου τα κρύφια της καρδίας των επρόκοπταν εις την άσκησιν και πολλοί απ' αυτούς εσώθησαν».
Προείδε το τέλος του και αναπαύθηκε ειρηνικά μετά μικρή ασθένεια στις 16 Μαρτίου 1605. Μετά την ταφή του και κατά την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του, «βλέπουσιν οφθαλμοφανώς οι αδελφοί το οσιακόν εκείνο σώμα πανταχόθεν βλύζον άγιον μύρον». Γι' αυτό καλείται Μυροβλύτης.
Είναι άγνωστος ο βιογράφος του, ο όποιος τον βίο έγραψε μάλλον λίγο μετά την κοίμηση του οσίου. Ο κατά πλάτος βίος σώζεται σε χειρόγραφο της μονής και πρόκειται για παράφραση του πρωτοτύπου βίου.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ.

Adelfotita 2011

ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΥΧΟΝΤΑΙ,ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ,ΚΑΙ ΜΑΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΥΝΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ ΗΜΩΝ.
ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΔΕΣΠΟΤΑ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΕ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ  ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΑΥΤΟΥ.