ΧΑΡΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ
ΕΥΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ.



Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΤΟΝ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΜΟ,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΠΙΣΤΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΓΙ'ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙἈΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!!!!!!!!


Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΘΕΛΕΙ ΟΧΙ Ν΄ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ,ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΟΥΝ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΤΟ ΦΡΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΙΣΤΗ.
ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ







ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΘΕΣΗ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;


1.Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

2.Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ;

3.Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

4.ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ;






ΑΡΑΓΕ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ;



ΤΡΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Α) ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Β)ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Γ)ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ.

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ




















Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΑΚΥΛΙΝΑΣ ΤΗΣ ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙΝΗΣ.

ΤΗΣ ἉΓΙΑΣ ἘΝΔΟΞΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ἈΚΥΛΙΝΑΣ
ΕΚ ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙΟΥ.
Τῇ ΚΖ' τοῦ αὐτοῦ μηνός,
ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλῖνα, ῥάβδοις συνθλασθεῖσα τελειοῦται.
  Αὕτη ἡ Ἁγία Κόρη καὶ Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἦτον ἐκ Θεσσαλονίκης, ἐκ χωρίου καλούμενον Ζαγκλιβέρι, κείμενον ἐν τῇ Ἐπισκοπη τοῦ Ἁγίου Ἀρδαμερίου, γεννηθεῖσα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. τὸ δὲ μαρτύριον αὐτῆς συνέβη ὑπὸ τοιαύτην περίστασιν: Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ὁ πατὴρ τῆς Ἁγίας ἐμάλωσε μὲ ἕνα Τοῦρκον γείτονά του, καὶ κτυπήσας αὐτὸν, τὸν ἐφόνευσεν. Ὅθεν, τὸν συνέλαβον οἱ ἐξουσιασταὶ τοῦ τόπου, καὶ τὸν ὑπῆγαν εἰς τὸν Πασᾶν τῆς Θεσσαλονίκης, διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Αὐτὸς δέ, φοβηθεὶς τὸν θάνατον, καὶ θέλων νὰ ἀπαλλαχθῇ ἐτούρκισε. Ἦτον δὲ τότε ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα βρέφος θηλάζον τὸ μητρικὸν γάλα. Ἀφ’ οὗ δὲ παρῆλθε καιρὸς ἰκανός, οἱ Τοῦρκοι ἔλεγαν ἐις τὸν πατέρα της διὰ νὰ τουρκεύσῃ καὶ τὴν θυγατέρα του. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη: Μὴ σὰς μέλῃ διὰ τὴν θυγατέρα μου· αὐτὴ εἶναι εἰς τὴν ἐμὴν ἐξουσίαν, καὶ ὅταν θελήσω τὴν τουρκίζω. Ἡ δὲ μήτηρ τῆς Ἁγίας, μείνασα εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔλειπεν καθ’ ἑκάστην ὥραν διδάσκουσα τὴν κόρην της νὰ στέκεται στερεὰ εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ μὴ τὸν ἀρνηθῇ. Ὅταν δὲ ἔφθασεν ἡ κόρη εἰς ἡλικίαν ἐτῶν δεκαοχτώ, πάλιν οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔλεγαν τὰ ὅμοια. Ὁ δέ, κράζων τὴν Ἀκυλίνα τῆς λέγει: Ἰδοὺ τέκνον μου, ὅπου οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι μοι λέγουν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν νὰ τουρκεύσῃς· ὅθεν, πρῶτον καὶ τελευταῖον ἐσὺ θὰ τουρκεύσῃς, μόνον κάμε τὸ μίαν ἡμέραν πρότερον, διὰ νὰ μὴ μ’ ἐνοχλοῦν οἱ Τοῦρκοι. Ἡ δὲ Ἁγία, φλεγομένη ἀπὸ τὸν τοῦ Χριστοῦ διάπυρον ἔρωτα, μὲ μεγάλην γενναιότητα τοῦ ἀπεκρίθη: Μήπως εἶμαι ἐγὼ ὀλιγόπιστος ὡς καὶ σὺ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μου, ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε δι’ ὑμᾶς σταυρὸν καὶ θάνατον; Μή μοι γένοιτο τοῦτο ποτέ· ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος νὰ ὑπομείνω ὁποίαν δήποτε βάσανον, ἀκόμη καὶ θάνατον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου.
  Τότε, ὁ πατήρ της, βλέπων τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης της ὑπῆγεν εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ τοὺς λέγει: Ἐγὼ μὲν δὲν ἐδυνήθην νὰ καταπείσω τὴν θυγατέρα μου εἰς τὸ νὰ τουρκίσῃ· ἐσεῖς δὲ, ὅ,τι θέλετε κάμετε εἰς αὐτήν. Τοῦτο ἀκούσαντες ἐκεῖνοι ἐταράχθησαν, καὶ παρευθὺς στέλνουν ἀνθρώπους τοῦ κριτηρίου, διὰ νὰ φέρουν τὴν Μάρτυρα. Ἡ δὲ εὐλογημένη Μήτηρ τῆς Ἁγίας, ἰδοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους Τούρκους, παραλαβοῦσα τὴν κόρην της λέγει πρὸς αὐτήν τὴν τελευταίαν ταύτην παραγγελίαν: Ἰδοὺ τέκνον μου παμφίλτατον, καὶ γλυκυτάτη θύγατερ Ἀκυλίνα· ἰδοὺ σπλάγχνον μου, ἔφθασεν ἡ ὥρα ἐκείνη, διὰ τὴν ὁποίαν πάντοτε σὲ ἐνουθέτουν. Ποίησον λοιπὸν ὡς τέκνον ὑπακοῆς, καὶ ὑπάκουσον εἰς τὰς νουθεσίας μου, καὶ στάσου ἀνδρεία εἰς τὰ βάσανα ὅπου ἔχεις νὰ πάθῃς, καὶ μὴ ἀρνηθῇς τὸν Χριστόν.
Ἠ δέ, παρομοίως μετὰ δακρύων ἀπεκρίθη: Μὴ φοβοῦ Μῆτέρ μου, καὶ ἐγὼ αὐτὸν σκοπὸν ἔχω, καὶ ὁ Θεὸς ἔστω βοηθός μου, καὶ εὔχου ὑπὲρ ἐμοῦ. Καὶ οὕτω ἀπεχαιρετίσθησαν μεταξὺ τῶν θρηνοῦσαι καὶ δακρύουσαι.
   Οἱ δὲ ὑπηρέται, δέσαντες τὴν Μάρτυρα τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸ κριτήριον, παρηκολούθει δὲ καὶ ἠ φιλόστοργος μήτηρ τὴν φιλτάτην θυγατέρα, καθὼς ἀκολουθεῖ ἡ προβατίνα τὴν ἀμνάδα της, ἀπαγομένην εἰς τὸν τόπον τῆς σφαγῆς. Ἐπειδὴ τὰ μητρικὰ σπλάγχνα δὲν τὴν ἄφηναν νὰ χωρισθῇ, ἀλλ’ οἱ ὑπηρέται τῆς ἐξουσίας, τὴν μὲν μητέρα της ἀπέκλεισαν ἔξω τοῦ προαυλίου, τὴν δὲ Ἀκυλίνα ἐδέχθησαν ἔνδον, καὶ τὴν παρουσίασαν πρὸς τὸν Κριτήν, ὁ ὁποῖος τῆς λέγει: Μωρή, γίνεσαι Τούρκα; Ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη: Ὄχι, δὲν γίνομαι. Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθὼ τὴν πίστιν μου, καὶ τὸν Δεσπότην μου Χριστόν. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Κριτὴς ἐθυμώθη, καὶ ἔβαλε καὶ ἐξέδυσαν τὴν Ἁγίαν, καὶ τὴν ἀφῆκαν μόνον μὲ τὸ ὑποκάμισον, καὶ εἶτα δέσαντες αὐτὴν εἰς ἕνα στῦλον τὴν ἐῤῥάβδισαν δύο ὑπηρέται ἐπὶ ὥραν πολλήν. Ἀλλ’ ἡ Μάρτυς, ὑπέμεινεν ἀνδρειότατα ταύτην τήν βάσανον. Μετὰ ταῦτα, ὁ Κριτής καὶ ἄλλοι Τούρκοι, φέροντες τὴν Μάρτυρα ἔμπροσθέν των, ἤρχισαν νὰ τὴν κολακεύουν, καὶ νὰ τῆς ὑπόσχωνται ταξίματα πολλά, καὶ δωρήματα, μόνον νὰ ἀρνηθῆ τὴν πίστιν της.
   Ἀλλ’ ἡ τοῦ Χριστοῦ νύμφη, ἐγκάρδιον ἔχουσα τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν νοητὸν Νυμφίον τῆς Χριστόν, ὡς οὐδὲν ταῦτα ἐλογίζετο. Καὶ ἐπειδή, εἷς μεγιστὰν πλούσιος θρασύτατος πάντων τῆς εἶπε: Τούρκισε Ἀκυλίνα, καὶ ἐγὼ νὰ σὲ κάμω νύμφη εἰς τὸν υἱόν μου· ἡ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς, μετὰ τόλμης ἀνεικάστου τοῦ ἀπεκρίθη: Ὁ διάβολος νὰ ἐπάρῃ καὶ σέ, καὶ τὸν υἱόν σου. Τοῦτο δὲ καθὼς ἤκουσαν ἐκεῖνοι ἄναψαν ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ δήσαντες πάλιν τὴν Ἁγίαν ὡς πρότερον, τὴν ἐῤῥάβδισαν ἐπὶ ὥραν πολλήν. Ἔπειτα, λύσαντες αὐτήν, πάλιν τὴν ἐξετάζουσιν ἐκ τρίτου. Καὶ λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ Κριτής: Δὲν ἐντρέπεσαι μωρή νὰ δέρεσαι γυμνὴ ἐμπρὸς εἰς τόσους ἄνδρας; Ἤ τούρκισε, ἤ ἔχω νὰ συντρίψω τὰ κόκκαλά σου ἕν πρὸς ἕν. Ἡ δὲ ἀποκριθεῖσα, τοῦ λέγει : Καὶ τί ὠρέχθην, ἀπὸ τὴν πίστιν σας νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὸν Χριστόν μου, ἤ ἀπὸ ποῖα θαύματα τῆς πίστεώς σας νὰ πιστεύσω; Οἱ ὁποῖοι βρωμεῖτε ἀκόμη ζῶντες.
  Ταῦτα λοιπὸν ἀκούσαντες, κατησχύνθησαν ὅλοι καὶ κατεντροπιάσθησαν. Τί γὰρ ἄλλο εἶχον νὰ κάμωσιν, ἀναγκαζόμενοι ὑπὸ τῆς φαεινοτάτης τῶν λόγων ἀληθείας; Ὀργισθέντες λοιπὸν ἔῤῥάβδισαν ἐκ τρίτου τὴν Ἁγίαν, τόσον ἀσπλάγχνως, ὥστε τὴν ἀφῆκαν ὡς νεκράν. Ἡ δὲ γῆ ἐκοκκίνισεν ἀπὸ τὰ αἵματα, καὶ αἱ σάρκες της ἔπιπτον χαμαί. Ὕστερον δέ, λύσαντες τὴν Μάρτυρα, τὴν ἐφόρτωσαν εἰς ἕνα Χριστιανὸν παρόντα ἐκεῖ, καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρός της· ἡ ὁποῖα περιχυθεῖσα εἰς τὴν θυγατέρα της, εὐρισκομένην εἰς τὰς ἐσχάτας ἀναπνοάς, λέγει: Τί ἔκαμες, τέκνον μου. Ἡ δὲ Μάρτυς, μόλις καὶ μετὰ βίας ἐλθοῦσα εἰς ἑαυτήν, καὶ ἀνοίξασα τοὺς ὀφθαλμούς της, καὶ τὴν μητέρα ἰδοῦσα, τῆς εἶπε: Καὶ τί ἄλλο ἤθελα νὰ κάμω, ὤ μῆτέρ μου! πάρεξ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μοὶ παρήγγειλας; Ἰδού, κατὰ τὴν συμφωνίαν ὅπου εἴχαμεν, ἐφύλαξα τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεώς μου. καὶ ἡ μήτηρ της, ὑψώσασα τὰς χεῖρας καὶ τοὺς ὀφθαλμούς της εἰς τὸν οὐρανόν, ἐδόξασε τὸν Θεόν.
   Συνομιλοῦσα δὲ ἡ Μάρτυς μετὰ τῆς μητρός της, παρέδωκεν τὴν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, καὶ ἔλεβε τοῦ Μαρτυρίου τὸ στέφανον. Τὸ δὲ πάντιμον καὶ ἅγιον λείψανόν της εὐωδίασε παρευθὺς εὐωδίαν θαυμασιωτάτην καὶ τόσην πολλήν, ὥστε ὅλαι αἱ ὁδοί, ὅθεν διέβαινον μετὰ τοῦ μαρτυρικοῦ λειψάνου πρὸς κηδείαν καὶ ἐνταφιασμὸν εὐωδίαζον. Τὴν δὲε νύκτα, κατέβη φῶς οὐρανόθεν καὶ ἔλαμπεν ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τῆς Μάρτυρος, ὡς ἄστρον λαμπρότατον. Καὶ ὅσοι Χριστιανοὶ τὸ εἶδον ἐδόξασαν τὸν Θεόν.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου