ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Υπό του Αρχιμανδρίτου π. Γαβριήλ Διονυσιάτου
Μετάνοια, λέξης σύνθετος, δηλούσα γραμματικός αλλαγή γνώμης και διαθέσεως, θρησκευτικώς δε απόφασιν του ανθρώπου όπως απαρνηθεί τα σφάλματα του προτέρου βίου του και διορθωθεί πνευματικός, ως εμπρέπει εις χριστιανό ποθούντα την ψυχική του σωτηρίαν.
Ή μετάνοια είναι θεοφιλής σκέψις, είναι νεύσις Θεού, είναι υπόδειξης της θείας ευσπλαχνίας προς τον πταίσαντα ανθρωπον, είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, καθότι πάντες είμεθα αμαρτωλοί κατά την Αγίαν Γραφή την λέγουσα, «τις εστίν 'Ανθρωπος ος ζήσετε και ουχ αμαρτήσει, καν μία ήμερα η ή ζωή αυτού;».
Είναι δε και μεγάλη ευεργεσία και δωρεά προς τον αμαρτωλό ανθρωπον, χαρίζουσα αύτω το δυσβάστακτο χρέος, την βαρύτατη οφειλή προς τον ευεργέτη πολυεύσπλαγχνον Θεόν. Καρπός της θεοφιλούς μετανοίας, είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, το μέγα μυστήριον της αγάπης του Δημιουργού Θεού, προς το ασθενές πλάσμα του. Για αυτής εξιλεούμεθα προς τον ευεργέτη Θεόν, λαμβάνομε την αφεσιν των αμαρτιών μας και χάριτι Θεία απεκδυόμεθα τον παλαιόν ανθρωπον, ανακτώμεν την προτέρα πνευματικήν κατάστασιν και εισερχόμεθα εις την κατά Χριστόν «νέαν και καινήν Πολιτείαν». Το μυστήριον τούτο, είναι το τελευταίον των τεσσάρων μεγάλων μυστηρίων της Εκκλησίας, άνευ των οποίων δεν λογίζεται πνευματικός τέλειος, ό ορθόδοξος χριστιανός.
Τα τέσσερα ταύτα και απαραίτητα μυστήρια είναι, πρώτον το Βάπτισμα, το οποίο μας δίδει την ιδιότητα του Χριστιανού, δεύτερον το Χρίσμα η Αγιον Μύρον , το οποίον μας δίδει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, σφράγιζαν συνάμα την ταυτότητα μας ως χριστιανών, εξ ου και ό επιχρίων ιερεύς λέγει, «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου - Αμήν». Τρίτον είναι ή Αγία Κοινωνία, ήτοι ή μετάληψις του Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήτις λέγεται και «άρτος της ζωής» καθότι δια αυτού διατηρείται εις την πνευματικήν ζωήν ή ψυχή μας. Και τέταρτον μυστήριον είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, ή οποία μας καθαρίζει παντός ρύπου και μολύνσεως ψυχικής και μας καθιστά άξιους της μεταλήψεως των αχράντων μυστηρίων και της πνευματικής ενώσεως με τον Πλάστη μας Θεόν.
Υπό του Αρχιμανδρίτου π. Γαβριήλ Διονυσιάτου
Μετάνοια, λέξης σύνθετος, δηλούσα γραμματικός αλλαγή γνώμης και διαθέσεως, θρησκευτικώς δε απόφασιν του ανθρώπου όπως απαρνηθεί τα σφάλματα του προτέρου βίου του και διορθωθεί πνευματικός, ως εμπρέπει εις χριστιανό ποθούντα την ψυχική του σωτηρίαν.
Ή μετάνοια είναι θεοφιλής σκέψις, είναι νεύσις Θεού, είναι υπόδειξης της θείας ευσπλαχνίας προς τον πταίσαντα ανθρωπον, είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, καθότι πάντες είμεθα αμαρτωλοί κατά την Αγίαν Γραφή την λέγουσα, «τις εστίν 'Ανθρωπος ος ζήσετε και ουχ αμαρτήσει, καν μία ήμερα η ή ζωή αυτού;».
Είναι δε και μεγάλη ευεργεσία και δωρεά προς τον αμαρτωλό ανθρωπον, χαρίζουσα αύτω το δυσβάστακτο χρέος, την βαρύτατη οφειλή προς τον ευεργέτη πολυεύσπλαγχνον Θεόν. Καρπός της θεοφιλούς μετανοίας, είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, το μέγα μυστήριον της αγάπης του Δημιουργού Θεού, προς το ασθενές πλάσμα του. Για αυτής εξιλεούμεθα προς τον ευεργέτη Θεόν, λαμβάνομε την αφεσιν των αμαρτιών μας και χάριτι Θεία απεκδυόμεθα τον παλαιόν ανθρωπον, ανακτώμεν την προτέρα πνευματικήν κατάστασιν και εισερχόμεθα εις την κατά Χριστόν «νέαν και καινήν Πολιτείαν». Το μυστήριον τούτο, είναι το τελευταίον των τεσσάρων μεγάλων μυστηρίων της Εκκλησίας, άνευ των οποίων δεν λογίζεται πνευματικός τέλειος, ό ορθόδοξος χριστιανός.
Τα τέσσερα ταύτα και απαραίτητα μυστήρια είναι, πρώτον το Βάπτισμα, το οποίο μας δίδει την ιδιότητα του Χριστιανού, δεύτερον το Χρίσμα η Αγιον Μύρον , το οποίον μας δίδει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, σφράγιζαν συνάμα την ταυτότητα μας ως χριστιανών, εξ ου και ό επιχρίων ιερεύς λέγει, «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου - Αμήν». Τρίτον είναι ή Αγία Κοινωνία, ήτοι ή μετάληψις του Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήτις λέγεται και «άρτος της ζωής» καθότι δια αυτού διατηρείται εις την πνευματικήν ζωήν ή ψυχή μας. Και τέταρτον μυστήριον είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, ή οποία μας καθαρίζει παντός ρύπου και μολύνσεως ψυχικής και μας καθιστά άξιους της μεταλήψεως των αχράντων μυστηρίων και της πνευματικής ενώσεως με τον Πλάστη μας Θεόν.
Το τελευταίον τούτο μυστήριον έχει παρά Θεού ακαταμάχητο καθαρτική δύναμιν, λαμπρύνει την ψυχήν μας, μας καθιστά γρήγορους προς απάντησιν του νυμφίου Χριστού, μας χαρίζει το ειδικό ένδυμα, Ίνα εισέλθωμεν εις τον γάμο του Αρνιού, ήτοι εις την Θείαν Κοινωνίαν, το δε κυριότερο πάντων, συγχωρούνται δια αυτού και εξαλείφονται όλαι αί αμαρτίαι μας. Προς πίστωσιν του τελευταίου τούτου Θείου ευεργετήματος προς τον ταλαίπωρο ανθρωπον και χάριν των απλούστερων αδελφών θα παραθέσω ώδε δύο γεγονότα, 'ατινα οί οφθαλμοί μου ειδον και αί χείρες μου ψηλάφισαν, ως λέγει το ιερόν Εύαγγέλιον.
Κατ' Οκτώβριο του 1913, ό τότε επιτελάρχης του στρατού μας, στρατηγός Βίκτωρ Δουσμάνης, μας έστειλε συνοδεία δύο στρατιωτών ένα ανεψιό του ψυχοπαθή, Ιωάννη, ονόματι και επιστολή εν η ανέφερε «ότι ό εν λόγω εισαχθείς και παραμείνας επί έτος εϊς το ψυχιατρείων της ιδιαιτέρας πατρίδος του Κερκύρας, ουδεμία βελτίωση ή θεραπεία είδε, έφ' ω συστήσει και των ιατρών τον στέλλομε εις τα αγία μέρη σας ίνα τον λυπηθεί ό Πανάγαθος Θεός και τον απαλλάξει της επήρειας του Σατανά, καθότι επείσθημεν όλοι ότι μόνο ή Χάρις του Θεού δύναται να τον θεραπεύσει».
Ήμουν τότε, ως νεόκουρος μοναχός, εις την υπηρεσία του γέροντος και απλοϊκού Ηγουμένου, όστις καίτοι νέον την ηλικία με εσυμβουλεύετο εϊς τα διοικητικά του καθήκοντα και με ρώτησε αν πρέπει να βαστήξωμεν τον ψυχοπαθή αυτόν νέον. Απαραιτήτως του είπον και ανενδοίαστος πρέπει να τον βαστήξομε και να κάμνωμεν ότι πνευματικός επιβάλλει ή χριστιανική αγάπη, αλλά και διότι ό στρατηγός θείος του είναι ό δεύτερος συντελεστής της απελευθερώσεως μας εκ του Τούρκικου ζυγού μετά τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Τον κρατήσαμε, εγκλείσαντες αυτόν σε ασφαλές δωμάτιο εις τον ξενώνα της Μονής, διότι είχε τάσι αυτοκτονίας, ως μας ειπον οι συνοδοί του στρατιώτες αλλ' είχε και το καλόν να μη επιτίθεται εις τους ανθρώπους, ιδία δε προς τους Ιερείς, πού τον διάβαζαν ήτο ήρεμος και ευπειθής.
Σε ερώτηση μου δε, γιατί τόσον τους σέβεται, μου απήντησε διότι φορούν την ποδιά αύτη με τις φούντες, εννόων το Ιερόν Επιτραχήλιο. Το μόνο ενοχλητικό του ελάττωμα ητο να λέγει προς ενίους αδελφούς καταλεπτώς με δαιμονική ενέργεια τα αμαρτήματα των, προδήλως τα ανεξομολόγητα
Σε ερώτηση μου δε, γιατί τόσον τους σέβεται, μου απήντησε διότι φορούν την ποδιά αύτη με τις φούντες, εννόων το Ιερόν Επιτραχήλιο. Το μόνο ενοχλητικό του ελάττωμα ητο να λέγει προς ενίους αδελφούς καταλεπτώς με δαιμονική ενέργεια τα αμαρτήματα των, προδήλως τα ανεξομολόγητα
Βοηθός εις τον ξενώνα, ήτοι παραρχοντάρης, ως ονομάζεται εις το Αγιον Όρος, ήτο νέος μοναχός συνομήλιξ μου, Ηπειρώτης την καταγωγή , αλλ' επί έτη υπάλληλος εις ξενοδοχείο των Αθηνών, τεταγμένος προς τοις 'αλλοις να υπηρέτη και τον εν λόγω ψυχοπαθή. Οσάκις, όμως. μετέβαινε παρ' αύτω, του ανέφερε συνεργία του εν αύτω δαιμονίου, όλα του τα ηθικά παραπτώματα καταλεπτώς, έφ' ω και μίαν πρωίαν ελθών εις το Ηγουμενείων με παρακαλεί, να ειπώ του Γέροντος να τον απαλλάξει της τοιαύτης υπηρεσίας προς τον ασθενή, διότι τον ρεζίλευε, ως μας είπεν, με τάς αποκάλυψες του. Θεία νεύσει τον ρώτησα τότε, «μήπως δεν εξομολογηθείς πάτερ» και εις απάντησιν του ότι ντρέπεται να ειπεί, τον προέτρεψα αδελφικός και επιμόνως να υπάγει εις τον πνευματικόν παπά Νεόφυτο, εις την Νέαν Σκήτη και του εξομολογηθεί ειλικρινώς. Με ήκουσε ευτυχώς και προς το εσπέρας έπιστρέψας μοί ανήγγειλε περιχαρής, ότι εξομολογηθεί και ξαλάφρωσε, ομού δε ανήλθομεν εις τον ξενώνα και μετέβημεν εις τον ασθενή. Μόλις μας είδεν ούτος από το παράθυρο του δωματίου του ήρχισε να απειλή τον αδελφόν, ότι θα του τα ψάλει πάλιν και να αρχίσει από το εξώφυλλο ως έλεγε, αλλ' αμέσως εξηγριώθη και εμβλέψας προς τάς ανοικτάς παλάμες του ήρχισε να φωνάζει και να υβρίζει• «ποιος τα έσβησε, ποιος 'ατιμος τα απάλειψε και δεν βλέπω τίποτε, τι κακό που μ' έκανε;» και αλλά πολλά. Ημείς κατ' αρχήν μείναμε 'αναυδοι, οτε δε συνήλθομεν εκ ταύτης, κατάπληκτοι δια την δύναμιν της Ιεράς Εξομολογήσεως, μετά δακρύων σταυροκοπούμενοι δοξάζαμε τον Πανάγαθο Θεόν τον δίδοντα τοιαύτην σωστική χαράν τοις δούλοις Του.
Το γεγονός τούτο μας ενεθύμισεν, όσα γράφει ό 'Αγιος Ιωάννης εις το βιβλίον του «Κλίμαξ» περί του ληστού, του εξομολογηθέντος εν μέσω της Εκκλησίας εις επήκοον πάντων κατ' έπιταγην του Ηγουμένου και έβλεπε κατ' αυτό, εις εκ των ενάρετων αδελφών ότι παρά τω εξομολογούμενο ληστή ύστατο 'αγγελος Κυρίου με ανοικτή βίβλο εις τάς χείρας και μόλις ό ληστής εξεφώνει την αμαρτίαν ό 'αγγελος την έσβηνε από το βιβλίον. Αυτό είναι ή πρώτη απόδειξης εκ της δαιμονοκρατίας του εν λόγω ψυχοπαθούς νέου.
Ή δευτέρα είναι ή εξής: Την παραμονή της εορτής των Αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καλέσας με ό αείμνηστος γέρων Ηγούμενος, μου είπε να προσλάβω και έτερον αδελφόν και να κατεβάσω τον ασθενή εις την εκκλησίαν κατά την αγρυπνία. Τον φέραμε τοποθετήσαντες αυτόν εϊς αρχαρικά στασίδια, εν μέσω ημών. Καθ' όλη την αγρυπνία ψιθύριζε ασυνάρτητα και ενίοτε μούγκριζε, αλλά τον καθησυχάζαμε. Κατά την ψαλμωδία του δοξαστικού «Όπου επισκίαση ή χάρις σου Αρχάγγελε εκείθεν του διαβόλου διώκεται ή δύναμις», τότε αστραπιαίος διέφυγε εκ μέσου ημών και δια της μικράς πύλης της Λιτής, από την οποίαν ουδέποτε διήλθε, διηυθύνθη προς την ύπερθεν της θαλάσσης πτέρυγα της Μονής.
Τούτο αναστάτωσε όλον το Εκκλησίασμα, διεκόπη ή ψαλμωδία και όλοι τρέξαμε κοντά του, ίνα προλάβωμεν το αποφευκτέον, αλλ' ω των θαυμάσιων σας 'Αγιοι Αρχάγγελοι, εκεί εις την μικράν στοά «καμάρα», την προς τον εν λόγω εξώστη άγουσα, οπού ένθεν και ένθεν είναι ιστορημένοι εις ολόσωμο τοιχογραφία οί Αγιοι Αρχάγγελοι, ύστατο καθηλωμένος όρθιος ο εν λόγω και εις την αγωνιώδη ερώτηση μας, «τι έπαθες Γιάννη», «δεν έπαθα τίποτα», απήντησε, «οί Αγιοι Αρχάγγελοι με έκαμαν καλά, ξαλάφρωσα, δεν έχω τίποτε, πάμε στην Εκκλησίαν». Επανήλθαμε στον ναό, παρέμεινε ήσυχος έως τέλους του Όρθρου και εις την Λειτουργία ομοίως και μεθ' ημέρας, δια του πλοίου της γραμμής επέστρεψε καλώς έχων εϊς Αθήνας, οπόθεν ελάβομεν ευχαριστήριο επιστολή του επιτελάρχου στρατηγού.
Τούτο αναστάτωσε όλον το Εκκλησίασμα, διεκόπη ή ψαλμωδία και όλοι τρέξαμε κοντά του, ίνα προλάβωμεν το αποφευκτέον, αλλ' ω των θαυμάσιων σας 'Αγιοι Αρχάγγελοι, εκεί εις την μικράν στοά «καμάρα», την προς τον εν λόγω εξώστη άγουσα, οπού ένθεν και ένθεν είναι ιστορημένοι εις ολόσωμο τοιχογραφία οί Αγιοι Αρχάγγελοι, ύστατο καθηλωμένος όρθιος ο εν λόγω και εις την αγωνιώδη ερώτηση μας, «τι έπαθες Γιάννη», «δεν έπαθα τίποτα», απήντησε, «οί Αγιοι Αρχάγγελοι με έκαμαν καλά, ξαλάφρωσα, δεν έχω τίποτε, πάμε στην Εκκλησίαν». Επανήλθαμε στον ναό, παρέμεινε ήσυχος έως τέλους του Όρθρου και εις την Λειτουργία ομοίως και μεθ' ημέρας, δια του πλοίου της γραμμής επέστρεψε καλώς έχων εϊς Αθήνας, οπόθεν ελάβομεν ευχαριστήριο επιστολή του επιτελάρχου στρατηγού.
Ταύτα νομίζω ότι αρκούν να πείσουν και τον πλέον δύσπιστο περί της δυνάμεως τής Ιεράς Εξομολογήσεως.
Επανερχόμενος εϊς το θέμα τής Μετανοίας λέγω και αύθις ότι είναι κλίσης Θεού προς τον ανθρωπον. Ό ουράνιος Πατήρ, εν τη απείρω αγάπη Του αναζητεί τον καθένα μας, ως ποτέ τον Πρωτόπλαστων εν τω Παραδείσω, «Αδάμ που ει», Ανθρωπε μου πιστέ που είσαι, που ευρίσκεσαι πνευματικός;
Και ημείς εν τη απονιά μας, αντί να προστρέξωμεν εις την σωτήριον κλήσιν, των εντολών Του, εις την φωνή τής Εκκλησίας μας, εις τάς νύξεις τής συνειδήσεως μας, καταφεύγομε εις σοφιστείας, εις προφάσεις και ενώ δια το θνητό σώμα μας καταβάλλομε προσπάθεια εξικνουμένην μέχρις ανεπίτρεπτου φιλαυτίας και καταξοδευόμεθα εις ιατρούς, λουτρά, εγχειρήσεις κ.λπ. δια την Αθάνατον ψυχήν μας ης ουκ εστίν αντάξιος ό κόσμος ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ολιγωρούμε και δεν προστρέχομε εις το σωτήριον λουτρό τής Μετανοίας, ίνα λάβωμεν εντελώς δωρεάν την ψυχική υγεία.
Κατά την Μεγάλην Τεσσαρακοστή Ακούομεν εν τη Εκκλησία ψαλλόμενη την αυτοκριτική του μετανοούντος ανθρώπου:
«Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείστε, ανάνηψαν ουν, ινα φείσηταί σου Χριστός ό θεός ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
Αυτή την ανάνηψιν εύχομαι από ψυχής εις πάντας τους αγαπητούς εν Χριστώ αδελφούς, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, ίνα δια τής μετανοίας εξιλεώσωμεν την δικαιοσύνην Του και επιτύχωμεν το έλεός Του, όπερ κατανικάτε κρίσεως κατά τον προφήτη και Ίνα συναισθανόμενοι την αμαρτωλότητά μας, είπωμεν μετ' αυτού και ημείς:
«Εάν ανομίας παρατήρησης, Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται; Αφες ημίν Κύριε, σώσον ημάς δωρεάν ότι παρά Σοι ό ιλασμός εστίν. Αμήν».
Περί ασκήσεως και πνευματικού πολέμου των μοναχών και χριστιανών
«Ελέησόν με ο Θεός... ότι πολλοί οι πολεμούντες με από ύψους» (Ψαλμ. 55, 2-3)
Πατέρες και αδελφοί,
Γνωρίζουμε όλοι από την Αγία Γραφή ότι ο βίος του ανθρώπου επί της γης είναι μία συνεχής μάχη και δοκιμασία (Ιώβ 7,1). Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος έχοντας υπ’ όψιν του αυτή την αλήθεια, προτρέπει τον μαθητή του Τιμόθεο με αυτά τα λόγια: «Αγωνίζου τον καλόν αγώνα της πίστεως, επιλαβού της αιωνίου ζωής, εις ην και εκλήθης και ωμολόγησας...» (Α' Τιμ. 6,12), ενώ σε άλλο μέρος ενισχύοντας τον στον πνευματικό του αγώνα του λέγει: «συ ουν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού. Ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις, ίνα τω στρατολογήσαντι αρέση» (Β' Τιμ. 2,3). Κατόπιν θέλοντας να του δείξει ότι δεν είναι καλός οποιοσδήποτε πνευματικός αγών και άσκηση, άλλα μόνο αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον νόμο του Θεού, του λέγει: «Εάν δε και αθλή τις ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» (Β' Τιμ. 2,5).
Ο πνευματικός μας αγών δεν γίνεται προς αίμα και σάρκα, κατά τον Απόστολο Παύλο, αλλά προς τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους του παρόντος αιώνος, γι’ αυτό μας συμβουλεύει ο ίδιος Απόστολος να ενδυθούμε τα πνευματικά όπλα που είναι ο θώραξ της δικαιοσύνης (Εφεσ. 6,14). Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος λέγει κοντά στην δικαιοσύνη να ενδυθούμε ως πανοπλία και την τελεία αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, η οποία μας βοηθεί να μη σκοντάφτουμε. Επειδή «η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, ου ζηλοί, ου περπερεύεται, η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. 13, 4-8).
Άλλο πνευματικό όπλο στον πόλεμο εναντίον των σκοτεινών δυνάμεων είναι να ετοιμάσουμε τους πόδες μας να βαδίσουν «εν ετοιμασία του Ευαγγελίου της ειρήνης» (Εφεσ. 6,15). Αυτή την πνευματική ενδυμασία ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος την εξηγεί ότι είναι η ταπείνωση, φέροντας ως παράδειγμα τον Προφήτη Δαβίδ, ο όποιος έλεγε: «Εγώ ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος» (Ψαλμ. 21,6). Και ο Κύριος, ως γνωστόν, στους ταπεινούς επιβλέπει περισσότερο: «Ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών εν τω ουρανώ και εν τη γη» (Ψαλμ. 112,5).
Αλλά και ο προφήτης Ησαΐας ομιλώντας εξ ονόματος του Θεού λέγει: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου;» (Ησ. 66,2). Ενώ ο Σωτήρ ημών στον πρώτο Του μακαρισμό, μακαρίζει τους ταπεινούς τω πνεύματι, διότι αυτών θα είναι η Βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. 5,3).
Αλλά και ο προφήτης Ησαΐας ομιλώντας εξ ονόματος του Θεού λέγει: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου;» (Ησ. 66,2). Ενώ ο Σωτήρ ημών στον πρώτο Του μακαρισμό, μακαρίζει τους ταπεινούς τω πνεύματι, διότι αυτών θα είναι η Βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. 5,3).
Άλλο πνευματικό όπλο απαραίτητο για τον στρατιώτη του Χριστού είναι ο θυρεός της πίστεως, όπως μας προτρέπει ο Απόστολος Παύλος: «επί πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ω δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι» (Εφεσ. 6,16). Οι παλιοί στρατιώτες φορούσαν σαν υποκάμισο τον θώρακα που ήταν από μέταλλο, τις περικνημίδες στα πόδια και με την ασπίδα στο αριστερό χέρι αντιμετώπιζαν τον εχθρό στους δύσκολους πολέμους, ενώ οι πνευματικοί στρατιώτες πρέπει να είναι ενδεδυμένοι έχοντας ως θώρακα την πίστη ενεργούμενη, δηλαδή που εκφράζεται με τα έργα, διότι η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρά (Ιακώβ. 2,27). Η πίστη χωρίς έργα δεν διαφέρει καθόλου από την πίστη των δαιμόνων, οι οποίοι φοβούνται και τρέμουν τον Θεό, αλλά δεν θέλουν να κάνουν τα αγαθά έργα. (Ιακώβ. 2,19 Ματθ. 8,29). Επίσης πρέπει να είναι ορθή, ανυπόκριτος (Β' Τιμ. 1,5), ειλικρινής και θερμή και όχι χλιαρά ή ψυχρή (Αποκ. 3, 16).
Επίσης ο στρατιώτης του Χριστού πρέπει να ενδυθεί και την περικεφαλαία του σωτηρίου και την μάχαιρα του Πνεύματος, η οποία είναι ο λόγος του Θεού (Εφεσ. 6,17). Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος εξηγεί ότι περικεφαλαία είναι η ελπίς των αιωνίων αγαθών, η οποία προξενεί μεγάλη παρηγοριά στις περιόδους και δοκιμασίες του βίου. Κατόπιν ο ίδιος άγιος λέγει ότι ο στρατιώτης του Χριστού πρέπει να περίφραξη τον εαυτό του με τον άγιο Σταυρό, σφραγίζοντας όλα τα μέλη και την καρδιά του. Αντί για τόξο οι αγωνιστές του Χριστού πρέπει να έχουν τα χέρια τους τεταμένα στην προσευχή, όπως είναι γραμμένο: «Διδάσκων χείρας μου εις πόλεμον και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονας μου» (Ψαλμ. 17,35). Εάν στον καιρό της προσευχής η σκέψη μας διασκορπίζεται, τότε ομοιάζουμε με τον τυφλό ή ανειδίκευτο τοξότη, ο οποίος εκτείνει το τόξο του, αλλά λόγω βλάβης των ματιών του και απειρίας του, οι σαΐτες του δεν μπορούν να επιτύχουν τον στόχο τους ή το θηρίο που θέλει να φονεύσει.
Οπότε έχει καθήκον ο μοναχός ή ο χριστιανός να γνωρίζει την τέχνη του σατανά, ο οποίος στον καιρό της προσευχής του ζητά να του διασκορπίσει τους λογισμούς στα μάταια και κενόδοξα έργα αυτού του αιώνος και να μη τον αφήσει να προσεύχεται με αίσθηση και με την καρδιά του στον Θεό. Αντί για σπάθη ο αγωνιστής μοναχός ή χριστιανός πρέπει να έχει τον φόβο του Θεού, ο οποίος ως δίκοπο μαχαίρι κόπτει την κακή επιθυμία. Αντί για σάλπιγγα πρέπει να έχει τις Θείες Γραφές. Όπως η σάλπιγγα, όταν σαλπίζει, συγκεντρώνει τους στρατιώτες, έτσι και οι Θείες Γραφές συγκεντρώνουν τους λογισμούς μας προς τον φόβο του Θεού, διότι οι λογισμοί είναι που κάνουν τον αγώνα κατά των αοράτων εχθρών. Επίσης, όπως η σάλπιγγα στον καιρό του πολέμου διεγείρει το ηθικό των πολεμιστών για την μάχη κατά των εχθρών, έτσι και οι θείες Γραφές ξυπνούν τους πνευματικούς αγωνιστές για τον καλό αγώνα με την άσκηση και απόκτηση των αρετών και την γενναιότητα κατά των παθών. Γι’ αυτό εμείς οι μοναχοί πρέπει να επαγρυπνούμε στις εντολές των Θείων Γραφών, οι οποίες μας διδάσκουν πώς να λυτρωνόμαστε από τα πάθη και τις παγίδες των αοράτων εχθρών. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος μας λέγει: «Όταν ο νους σου διασκορπίζεται, να ασχολείσαι περισσότερο με την ανάγνωση παρά με την προσευχή», και σ’ άλλο μέρος λέγει: «Τίμα την ανάγνωση περισσότερο από την αγρυπνία, διότι αυτή σου γίνεται πηγή της καθαράς προσευχής», σύμφωνα με το ψαλμικό: «Σχολάσατε και γνώτε ότι Εγώ ειμί ό Θεός» (Ψαλμ. 45,10).
Πατέρες και αδελφοί μου, εκτός από τα πνευματικά όπλα που μέχρι εδώ αναφέραμε, έχουμε ανάγκη και από άλλα τέσσερα όπλα με τα οποία θα εντείνουμε τον αγώνα μας κατά του νοητού εχθρού μας.
Πατέρες και αδελφοί μου, εκτός από τα πνευματικά όπλα που μέχρι εδώ αναφέραμε, έχουμε ανάγκη και από άλλα τέσσερα όπλα με τα οποία θα εντείνουμε τον αγώνα μας κατά του νοητού εχθρού μας.
Αυτά είναι:
1) Ποτέ να μην έχομε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Η Αγία Γραφή μας λέγει: «Επικατάρατος ο άνθρωπος, ος την ελπίδα έχει επ’ άνθρωπον και στηρίζει σάρκα βραχίονος αυτού επ’ αυτόν και από Κυρίου αποστή η καρδία αυτού» (Ιερεμ. 17,5). Ο Προφήτης Ησαΐας λέγει: «Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον αυτών επιστήμονες» (5,21) και ο Απόστολος Παύλος μας διδάσκει τα ίδια «Μη γίνεσθε φρόνιμοι παρ’ εαυτοίς» (Ρωμ. 12,16), ενώ ο Σολομών λέγει: «Μη ίσθι φρόνιμος παρά σεαυτώ, φοβού δε τον Θεόν και έκλινε από παντός κακού» (Παροιμ. 3,7). Οπότε λοιπόν, το πρώτο έργο στον πνευματικό μας αγώνα είναι να γνωρίσουμε την αδυναμία μας και την μηδαμινότητά μας. Αυτός που θεωρεί τον εαυτό του ως το ουδέν, λέγει ό Ιερός Χρυσόστομος, γνωρίζει τον εαυτό του καλλίτερα από κάθε τι άλλο, ενώ ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός λέγει ότι «τίποτε δεν είναι ανώτερο από το να γνωρίσει ο άνθρωπος την αδυναμία και την αγνωσία του».
2) Να έχουμε ελπίδα και εμπιστοσύνη μόνο στο Θεό. Εν συνδιασμώ με την τελεία απιστία και απελπισία του εαυτού μας να έχουμε τελεία εμπιστοσύνη μόνο στον Θεό προς τον οποίον να κράζουμε: «Μη εγκαταλείπεις με, Κύριε ο Θεός μου, μη αποστής απ’ εμού, πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου» (Ψαλμ. 37,22). Αυτή η τελεία εμπιστοσύνη μας στον Θεό βασίζεται σε τέσσερεις λόγους και συγκεκριμένα:
α) Εμπιστευόμαστε στον Θεό, διότι είναι Παντοκράτωρ, μας προσφέρει ό, τι είναι ωφέλιμο για την σωτηρία μας και μας βοηθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
β) Εμπιστευόμαστε στον Θεό διότι είναι Παντογνώστης και γνωρίζει τα όσα συμβαίνουν και όσα θα συμβούν στην ζωή μας.
γ) Εμπιστευόμαστε στον Θεό τον εαυτό μας διότι είναι Πανάγαθος και μας αγαπά με μία δυσπερίγραπτη αγάπη, έτοιμος πάντα να μας βοηθήσει.
δ) Όποιος ελπίζει στον Θεό δεν καταισχύνεται (Ρωμ. 5,5) διότι «λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αυτού και ου μη πλημμελήσουσι πάντες οι ελπίζοντες επ’ αυτόν» (Ψαλμ. 33,23).
α) Εμπιστευόμαστε στον Θεό, διότι είναι Παντοκράτωρ, μας προσφέρει ό, τι είναι ωφέλιμο για την σωτηρία μας και μας βοηθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
β) Εμπιστευόμαστε στον Θεό διότι είναι Παντογνώστης και γνωρίζει τα όσα συμβαίνουν και όσα θα συμβούν στην ζωή μας.
γ) Εμπιστευόμαστε στον Θεό τον εαυτό μας διότι είναι Πανάγαθος και μας αγαπά με μία δυσπερίγραπτη αγάπη, έτοιμος πάντα να μας βοηθήσει.
δ) Όποιος ελπίζει στον Θεό δεν καταισχύνεται (Ρωμ. 5,5) διότι «λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αυτού και ου μη πλημμελήσουσι πάντες οι ελπίζοντες επ’ αυτόν» (Ψαλμ. 33,23).
3) Το τρίτο όπλο είναι η αδιάστατη υπομονή. Έχουμε μεγάλη ανάγκη απ’ αυτή την αρετή σ’ όλο το διάστημα της ζωής μας, όπως λέγει η Θεία Γραφή: «Υπομονής γαρ
έχετε χρείαν, ίνα το θέλημα του Θεού ποιήσαντες κομίσησθε την έπαγγελίαν» (Εβρ. 10,36).
έχετε χρείαν, ίνα το θέλημα του Θεού ποιήσαντες κομίσησθε την έπαγγελίαν» (Εβρ. 10,36).
4) Το τέταρτο και τελευταίο όπλο είναι η ακατάπαυστη προσευχή: «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α' Θεσ. 5,17).
Επειδή ο πόλεμος που διεξάγουμε γίνεται εναντίον του ιδίου του σώματος μας, εναντίον του κόσμου και του διαβόλου και σφοδρότερος είναι ο αόρατος-κακές σκέψεις και επιθυμίες-παρά ο ορατός, είναι ανάγκη να μάθουμε ποιες αρετές πρέπει να έχουμε προχείρως για την περιφυλακή της ψυχής μας.
Ο νηπτικός πατήρ Ησύχιος Ιεροσολύμων μας λέγει: «Αυτός που διεξάγει εσωτερικό πόλεμο, πρέπει να έχει ανά πασαν στιγμή τέσσερα όπλα: την ταπείνωση, την εγρήγορση ή προσοχή, την αντίρρηση και την προσευχή. Με την πρώτη αρετή νικάται ο υπερήφανος διάβολος, που μισεί την ταπείνωση στην οποία βοηθός είναι ο Χριστός που μισεί τους υπερήφανους. Με την προσοχή απαγορεύει να εισέλθει στην καρδιά οποιοσδήποτε λογισμός, ακόμη και καλός να είναι. Με την αντίρρηση αποβάλλει εγκαίρως τον κακό λογισμό από την προσπάθεια του να εισέλθει στην καρδιά δεδομένου ότι με την οξυδέρκεια που διαθέτει ο αγωνιστής γνωρίζει εκ των προτέρων τον λογισμό που έρχεται. Με την προσευχή κράζει σε βοήθεια τον Κύριο και τότε θα ιδεί ο αγωνιστής να διασκορπίζεται ως άνεμος ο νοητός εχθρός στο άκουσμα του προσκυνητού Ονόματος του Χριστού». Σε άλλο μέρος λέγει ο ίδιος Πατήρ: «Αυτός που δεν έχει καθαρή από λογισμούς προσευχή, δεν έχει όπλο δυνατό για να πολεμήσει. Και προσευχή ονομάζω την εργασία που γίνεται ακατάπαυστα στα βάθη της καρδιάς του με την επίκληση του Θείου Ονόματος του Χριστού, λόγω του οποίου ο εχθρός πολεμούμενος μυστικά, νικάται και καίγεται».
Επειδή ο πόλεμος που διεξάγουμε γίνεται εναντίον του ιδίου του σώματος μας, εναντίον του κόσμου και του διαβόλου και σφοδρότερος είναι ο αόρατος-κακές σκέψεις και επιθυμίες-παρά ο ορατός, είναι ανάγκη να μάθουμε ποιες αρετές πρέπει να έχουμε προχείρως για την περιφυλακή της ψυχής μας.
Ο νηπτικός πατήρ Ησύχιος Ιεροσολύμων μας λέγει: «Αυτός που διεξάγει εσωτερικό πόλεμο, πρέπει να έχει ανά πασαν στιγμή τέσσερα όπλα: την ταπείνωση, την εγρήγορση ή προσοχή, την αντίρρηση και την προσευχή. Με την πρώτη αρετή νικάται ο υπερήφανος διάβολος, που μισεί την ταπείνωση στην οποία βοηθός είναι ο Χριστός που μισεί τους υπερήφανους. Με την προσοχή απαγορεύει να εισέλθει στην καρδιά οποιοσδήποτε λογισμός, ακόμη και καλός να είναι. Με την αντίρρηση αποβάλλει εγκαίρως τον κακό λογισμό από την προσπάθεια του να εισέλθει στην καρδιά δεδομένου ότι με την οξυδέρκεια που διαθέτει ο αγωνιστής γνωρίζει εκ των προτέρων τον λογισμό που έρχεται. Με την προσευχή κράζει σε βοήθεια τον Κύριο και τότε θα ιδεί ο αγωνιστής να διασκορπίζεται ως άνεμος ο νοητός εχθρός στο άκουσμα του προσκυνητού Ονόματος του Χριστού». Σε άλλο μέρος λέγει ο ίδιος Πατήρ: «Αυτός που δεν έχει καθαρή από λογισμούς προσευχή, δεν έχει όπλο δυνατό για να πολεμήσει. Και προσευχή ονομάζω την εργασία που γίνεται ακατάπαυστα στα βάθη της καρδιάς του με την επίκληση του Θείου Ονόματος του Χριστού, λόγω του οποίου ο εχθρός πολεμούμενος μυστικά, νικάται και καίγεται».
Αδελφοί μου, εν κατακλείδι αυτού του λόγου μου, παρακαλώ ταπεινά όλους σας να μην ξεχνάτε και εμένα τον αμαρτωλό και αρχάριο στον αόρατο πόλεμο του νου στις άγιες προσευχές σας να ξυπνήσω κάποτε και εγώ από τον ύπνο της αναισθησίας μου, να ακολουθήσω τα ίχνη σας που επιτελείτε τον καλόν αγώνα για να πάρετε το στεφάνι της αιωνίου ζωής με το έλεος του Σωτήρος ημών Χριστού και τις πρεσβείες της Μητρός Του και Αειπαρθένου Μαρίας και Προστασίας ημών. Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α/ Ο ΠΑΤΗΡ ΠΑΙΣΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ
Β/ ΑΘΩΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ . ΆΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Γ/ ΌΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ.
Α/ Ο ΠΑΤΗΡ ΠΑΙΣΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ
Β/ ΑΘΩΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ . ΆΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Γ/ ΌΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ.













Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου