ΧΑΡΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ
ΕΥΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ.



Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΤΟΝ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΜΟ,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΠΙΣΤΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΓΙ'ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙἈΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!!!!!!!!


Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΘΕΛΕΙ ΟΧΙ Ν΄ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ,ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΟΥΝ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΤΟ ΦΡΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΙΣΤΗ.
ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ







ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΘΕΣΗ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;


1.Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

2.Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ;

3.Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

4.ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ;






ΑΡΑΓΕ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ;



ΤΡΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Α) ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Β)ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Γ)ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ.

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ




















Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΝΕΟΥ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΚΙΟ ΤΗΣ ΒΙΘΥΝΙΑΣ
 
Ο οσιομάρτυς Μακάριος καταγόταν από την Κίο της Βιθυνίας. Από μικρό οι ευσεβείς γονείς του τον έβαλαν κοντά σε κάποιο ράφτη για να μαθαίνει την τέχνη. Ο ράφτης, μαζί με την τέχνη, του μάθαινε να ζει με ευσέβεια, να ζει συνειδητά την ορθόδοξη πίστη.
Όταν ο άγιος ήταν δεκαοκτώ ετών ο πατέρας του αρνήθηκε με τη θέλησή του τον Χριστό και έγινε μουσουλμάνος, πήγε δε και κατοίκησε στην Προύσα, επειδή εκεί βρισκόντουσαν πολλοί αγαρηνοί.
Κάποια μέρα ο άγιος, Μανουήλ ονομαζόμενος τότε, πήγε στην Προύσα ν' αγοράσει υλικά για την τέχνη του. Συνέβη όμως να τον συναντήσει ο εξωμότης πατέρας του στην αγορά. Τότε ο ασεβέστατος τον έσυρε βίαια στο δικαστήριο λέγοντας ότι, τον καιρό που εξώμοσε αυτός, είχε υποσχεθεί και ο γιος του να εξωμόσει. Ο νέος φυσικά αρνιόταν πως έδωσε τέτοια υπόσχεση. Όμως οι μουσουλμάνοι, που είχαν συγκεντρωθεί, δέρνοντάς τον και πιέζοντάς τον του έκαναν δια της βίας περιτομή.
Μετά από λίγες ημέρες ο Μανουήλ βρήκε ευκαιρία και πήγε στο Άγιον Όρος, στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Εκεί υποτάχθηκε σε κάποιο ενάρετο γέροντα ο οποίος τον έκειρε μοναχό με το όνομα Μακάριος. Ο άγιος ως μοναχός εκτός από την υπακοή έκανε πολλούς πνευματικούς αγώνες και σκληραγωγίες. Έκλαιγε κάθε μέρα για την ακούσια «άρνησή» του.
Αφού έμεινε στη Σκήτη της Αγίας Άννης δώδεκα χρόνια, άναψε μέσα του ο ασυγκράτητος πόθος για ομολογία και μαρτύριο. Ο γέροντάς του αφού συμβουλεύτηκε και άλλους διακριτικούς πατέρες συμφώνησε και με τις ευχές των πατέρων αναχώρησε.
Αρχικά πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου πήγε στον νομοκράτορα των Τούρκων και ζήτησε και πήρε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι, όποιος γίνει μουσουλμάνος χωρίς τη θέλησή του, μπορεί να επιστρέψει στην προτέρα του πίστη χωρίς να τον εμποδίσουν. Κατόπιν πήγε στο νησί της Χάλκης όπου έμεινε στη Μονή της Αγίας Τριάδος και εκεί εμήνυσε της μητέρας του και ήλθε από την Κίο , συναντήθηκαν, της έδωσε μια μικρή εικόνα της Παναγίας πού είχε φέρει από το Άγιο Όρος και την έστειλε πίσω στην πατρίδα του χωρίς να της φανερώσει τον σκοπό του για το μαρτύριο.
Σε λίγες ημέρες και αφού φύλαξε σε μια γωνιά του μοναστηριού το αγγελικό σχήμα, το πολυσταύρι και το κουκούλι, για να μη τα βρουν οι ασεβείς και τα καταπατήσουν, πήγε με τα μοναχικά ενδύματα στην Προύσα.
Μόλις τον είδαν οι Τούρκοι αμέσως τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν. Στην ερώτησή τους γιατί άφησε την πίστη στο Ισλάμ τους απάντησε με θάρρος:
Κατάλαβα πως η πίστη σας είναι ψεύτικη και μολυσμένη γι' αυτό την άφησα και επέστρεψα στη δική μου, την αληθινή. Σας συμβουλεύω και εσάς ν' αρνηθείτε τέτοια πίστη ψεύτικη και ακάθαρτη, ν' αναθεματίσετε τον Μωάμεθ και να πιστέψετε στον Κύριο Ιησού Χριστό, να βαπτισθείτε για να γλυτώσετε την αιώνια κόλαση και να κληρονομήσετε την αιώνια ζωή.
Όταν τ' άκουσαν όρμησαν να τον ξεσχίσουν και, δέρνοντάς τον, τον πήγαν στο δικαστήριο λέγοντας ότι έβρισε την πίστη μας, αναθεμάτισε τον Μωάμεθ κι ενώ από μόνος του είχε έρθει στην πίστη μας, θεωρώντας την καλύτερη, τώρα επέστρεψε στη δική του και τη δική μας τη βρίζει και την περιφρονεί. Όταν τ' άκουσε αυτά ο δικαστής του είπε:
Εσύ από μόνος σου ήρθες στην πίστη μας θεωρώντας την καλύτερη από τη δική σου και τώρα την αρνήθηκες και γύρισες στη δική σου κι έγινες και καλόγηρος. Τώρα γρήγορα να έρθεις στην πίστη μας και θα σε τιμήσουμε και θα σου δώσουμε και πολλά δώρα ειδ' άλλως θα διαλύσω τις σάρκες σου με τα βασανιστήρια.
Εγώ την πίστη σας, του απάντησε ο άγιος, ποτέ δεν την αγάπησα αλλά με τη βία και χωρίς τη θέλησή μου μου έκαναν περιτομή κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι ομόπιστοί σου κι ας ομολογήσουν την αλήθεια. Εγώ ποτέ δεν αρνήθηκα τον Χριστό μου και ούτε τον αρνούμαι, με κανένα τρόπο. Και έδωσε ήρεμα στον κριτή το έγγραφο του μουλά (ιεροδικαστή). Ο δικαστής είδε το έγγραφο, ίσως και να σπλαχνίστηκε τον νέο και έκρινε δίκαιο να τον αφήσει ελεύθερο .
Μαζεύτηκαν όμως οι Τούρκοι και κατηγορούσαν τον δικαστή πως δεν είναι συνειδητός μουσουλμάνος και ενώ θα έπρεπε να πιέζει τους απίστους να γίνουν μουσουλμάνοι αδιαφορεί και μάλιστα αυτούς που φεύγουν από την πίστη του Ισλάμ δεν τους τιμωρεί, όπως κι εκείνον τον καλόγηρο. Τον απειλούσαν μάλιστα πως θα του κάνουν και αναφορά στον Σουλτάνο για να τον τιμωρήσει. Ο δικαστής μεταμελήθηκε τότε, φοβήθηκε, συνέλαβε ξανά τον άγιο και προσπαθούσε είτε με το καλό είτε με το κακό να τον κάνει ν' αλλαξοπιστήσει. Ο άγιος όμως ήταν σταθερός στην ομολογία του και στο επιχείρημα του δικαστή ότι η πίστη τους είναι η αληθινή γιατί έχουν την εξουσία και πολλά υλικά αγαθά ο άγιος πρόβαλε το πρόσκαιρο και φθαρτό των επιγείων πραγμάτων σε αντίθεση με την αιώνια και άφθαρτη βασιλεία του Χριστού καθώς και την ατελεύτητη κόλαση που περιμένει τους ασεβείς.
Τότε θύμωσε ο δικαστής και διέταξε να βασανίσουν τον άγιο. Πρόσταξε να τον κρεμάσουν από τις μασχάλες έτσι ώστε ν' αγγίζουν οι άκρες των δακτύλων των ποδιών του στη γη χωρίς να μπορεί να πατήσει ολόκληρο το πέλμα και μια φορά την ημέρα να τον κατεβάζουν και να τον δέρνουν. Και αφού υπέμεινε ο μάρτυς αυτό το βασανιστήριο για σαράντα ημέρες, πρόσταξε ο ηγεμόνας να τον φέρουν μπροστά του, πιστεύοντας ότι θα υποχωρήσει. Αλλά αποδείχθηκαν μάταιες οι προσπάθειες του δικαστή που διέταξε τώρα να κατεβάσουν τον άγιο κατακέφαλα σε ένα ξεροπήγαδο και πάλι να τον ανεβάζουν μια φορά την ημέρα και να τον δέρνουν.
Υπέμεινε αυτό το βασανιστήριο για ενενήντα ημέρες. Μια νύχτα εμφανίστηκε το άκτιστο φως στο ξεροπήγαδο, ακούστηκαν αγγελικές υμνωδίες και μια θαυμάσια ευωδία. Ο πατέρας του αγίου, που ήταν παρών σ' όλα τα βάσανα και τις ανακρίσεις που έκαναν του αγίου, έσκυψε να δει τι είναι αυτό και αμέσως τυφλώθηκε, ως ακάθαρτος που ήταν, και έμεινε τυφλός ως το τέλος της ζωής του. Αντίθετα ένας μουσουλμάνος κατάδικος και αυτός μέσα στο ξεροπήγαδο πίστεψε και βαφτίστηκε και μαρτύρησε για τον Χριστό.
Ο δικαστής που έμαθε όλα αυτά διέταξε να φέρουν τον μάρτυρα μπροστά του και τον ρώτησε τι ήταν όλα αυτά τα θαυμάσια που είχαν συμβεί. Ο άγιος του απήντησε ότι όποιος πιστεύει στον Χριστό όχι μόνο αυτά μπορεί να δει αλλά και άλλα μεγαλύτερα. Και άρχισε να λέγει διάφορα από την Αγία Γραφή, την οποία είχε διδαχθεί στο Άγιο Όρος, όλοι δε οι παριστάμενοι μουσουλμάνοι τον άκουγαν με ενδιαφέρον.
Ο δικαστής τότε φοβήθηκε μήπως πιστέψουν και άλλοι Τούρκοι στον Χριστό και διέταξε να τον βγάλουν έξω από την Προύσα σ' ένα χείμαρρο και να τον φονεύσουν.
Πράγματι η διαταγή εκτελέστηκε. Αρχικά τον λιθοβόλησαν και κατόπιν τον αποκεφάλισαν. Αμέσως άρχισαν αστραπές και βροντές και μεγάλη αναστάτωση τόσο που τρομοκρατήθηκαν οι δήμιοι και παραλίγο θα σκοτωνόντουσαν, αν δεν έβρισκαν κάπου καταφύγιο.
Έμεινε δε το άγιο λείψανο άταφο στον χείμαρρο. Οι Χριστιανοί κάθε βράδυ έβλεπαν ουράνιο φως να κατεβαίνει πάνω στο λείψανο του αγίου. Κάποιοι ευλαβείς Χριστιανοί τόλμησαν τέλος και ενταφίασαν κρυφά τον άγιο.
Όταν αργότερα του έκαναν ανακομιδή, έστειλαν την αγία κάρα του στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου ασκήτευε, έστειλαν και στην μητέρα του μέρος από αυτόν και τα υπόλοιπα λείψανά του καθιέρωσαν την Αγία Τράπεζα της Αγίας Τριάδος στην πατρίδα του. Κάποια μοιράστηκαν και στην Προύσα για τον αγιασμό των πιστών.
 Πηγή: ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, Μοναχού Μωυσέως, Αγιορείτου
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ & ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ
  
Υπήρξε ανώνυμος αδελφός της μονής Βατοπαιδίου. Τα ιερά λείψανά του βρέθηκαν κατά μία επισκευή του παλαιού κοιμητηρίου, εκπέμποντας άρρητη ευωδία. Το σκήνωμα του οσίου βρέθηκε σε στάση προσευχής, με σταυρωμένα τα χέρια. Είχε στο στήθος μία εικόνα της Παναγίας, που δείχνει ότι αυτόβουλα είχε φθάσει εκεί, προβλέποντας το τέλος του και μη θέλοντας από   ταπείνωση να τιμάται. Δίκαια και έξυπνα οι θαυμάζοντες συμμοναστές του τον ονόμασαν Ευδόκιμο, γιατί έζησε ευδοκίμως και ευδόκησε ο Θεός να βρεθούν τα τίμια λείψανά του, τα οποία έκαναν θαύματα και μεταφέρθηκαν στο Καθολικό της μονής στις 5 Οκτωβρίου 1840.
Για τον όσιο αυτόν ο διακριτικός Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης (+1929) γράφει: «Προς ένδειξιν της αληθείας αναγκάζομαι διά την πολλήν Σας αγάπην να εξιστορή­σω συνοπτικώς ολίγα τινά εκ της καθόλου βιογραφίας του Αγίου Ευδοκίμου. Εγώ, ως γνωρίζετε καλώς, ο ταπεινός υποφαινόμενος προ τριακονταετίας εχρημάτισα εις την Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου, οπότε εμελέτησα αρκούντως την βιογραφίαν του Αγίου. Επίσης ήκουσα τις αφηγήσεις ευυπολήπτων προσώπων, άτινα ευρέθησαν κατά την ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Ευδοκίμου, ήτις εγένετο κατά το 1840. Ήσαν δε οι αυτόπται ούτοι, ο Ιάκωβος ο Σιμιτζής, ο Γρηγοράκης ο ψάλτης και ο Διακο-Δανιήλ εξ΄Ιερισσού, οίτινες μοι διηγούντο πολλάκις τα της εν λόγω ανακομιδής. Τότε παρήσαν και τρεις Αρχιερείς, ο πρώην Βάρνης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως (Γρηγόριος) και ο Χρύσανθος (πρώην) Σμύρνης, όστις λαβών τον λόγον είπεν ενώπιον του συσσωρευθέντος λαού:
«Πατέρες και αδελφοί, ενταύθα δεν πρέπει να υπάρχη ενδοιασμός περί της αγιότητος του Αγίου, διότι ούτος προϊδών τον θάνατον αυτού και φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, ελθών ενταύθα παρέδωκε το πνεύμα και η άπειρος ευωδία του αγίου αυτού λειψάνου καταμαρτυρεί την τούτου αγιότητα. Και επειδή αγνοούμεν την ονομασίαν του, διά τούτο ας τον αποκαλέσωμεν Ευδόκιμον, καθ' όσον δι' ευδοκίας Θεού ευρέθη το άγιον Λείψανόν του.
»Ούτως αυθημερόν συνετάχθη η ακολουθία του και γενομένης ολονυκτίου αγρυπνίας κατ' εκείνην την εσπέραν ήρχισαν τα θαύματα. Και πρώτον εθεράπευσε γηραιόν τινά Μοναχόν εκ Κουλτού, όστις επί πενταετίαν ήτο παράλυτος και αυθωρεί εγένετο υγιής. Επίσης και ο Ιατρός της Μονής των Ιβήρων Γρηγόριος, πάσχων τους οφθαλμούς, επικαλεσθείς τον Άγιον είπεν: "Εάν με κάμης υγιή, αμέσως θα κάμω αργυράν θήκην διά να τεθώσι τα άγιά σου Λείψανα". Και κατά την νύκτα εκείνην εμφανισθείς ο Άγιος τον εθεράπευσε, και ήδη καταφαίνεται εν τη αργυρά θήκη το όνομα του διαληφθέντος Γρηγορίου»: «Το δ' ηργύρωσε Γαβριήλ σεμνόν Κάρη. Ευδόκιμον ευρών των πόνων ακέστορα».
Η μνήμη του τελείται πανηγυρικά στις 5 Οκτωβρίου. Ο υμνογράφος Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννίτης στη συμπλήρωση της Ακολουθίας στους Οσίους Αγιορείτες Πατέρες, τον αναφέρει στη δ' ώδή: «Συν θείω Ευδοκίμω ου η εύρεσις πάντας, των αγίων λειψάνων κατ΄ηύφρανε». Ωραία εικόνα του σώζεται στη μονή, έργο του γνωστού αγιογράφου ιερομονάχου Μακαρίου Γαλατσάνου: «Δι' εξόδων του οσιωτάτου κυρίου Γαβριήλ Ιατρού Βατοπαιδινού του εκ Ναούσης μωμβ'» (1852). Τα περι του βίου του οσίου Ευδοκίμου αναφέρονται και σε χειρόγραφο του ιεροδιακόνου Μελετίου Βατοπαιδινού, το οποίο καταλήγει: «Πας όστις επικαλεσθή τον Άγιον μετά πίστεως ας μη αμφιβάλλη διά την εκπλήρωσιν της αιτήσεως, αρκεί μόνον να αιτή από τον Άγιον δίκαια και αγαθά, ου ταις ικεσίαις και ημείς των συμβαινόντων ρυσθείημεν, και Βασιλείας ουρανίου αξιωθείημεν».
Ακολουθία και Παρακλητικό Κανόνα προς τιμή του οσίου συνέθεσε και ο κ. Χαραλάμπης Μπούσιας.

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ & ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ


Σύγχρονη κυπριακή φορητή εικόνα.
Από το βιβλίο του μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου,
«Βατοπαιδινό Συναξάρι»
Ο όσιος Σάββας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1280 από λίαν ενάρετους γονείς, οι όποιοι τελικά μόνασαν. Ο άριστος βιογράφος του οσίου και γνώριμος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος τους εγκωμιάζει θαυμάσια. Ο όσιος ονομαζόταν κατά κόσμον Στέφανος. Έλαβε καλή βασική μόρφωση και από νωρίς αγάπησε θερμά την αρετή, τη σωφροσύνη, την εγκράτεια και την ταπείνωση, ώστε ηταν σε όλους πολύ αγαπητός.
Νέος αφήνει πατρίδα, γένος, υπόληψη και πατρική αγάπη και έρχεται στο Άγιον Όρος. «Εισέρχεται στον ιερό Άθωνα, τον όντως χρυσό και αγαπητό Άθωνα, τον πρόξενο των καλυτέρων αγαθών σε μένα απ’ οτιδήποτε άλλο» κατά τον άγιο βιογράφο του. Τίθεται στην υπακοή σεβάσμιου και έμπειρου Γέροντος στην περιοχη των Καρυών σε κελλί Βατοπαιδινό. Στην κουρά του λαμβάνει το όνομα Σάββας. Υπόμενε καρτερικά την αυστηρότητα του Γέροντος του και τη σκληρότητα της υπερβολικής του εγκράτειας. Η πείνα, η δίψα, η ολονύκτια αγρυπνία, η ορθοστασία, η δέηση τον συνόδευαν πάντοτε. Ο αυστηρός του Γέροντας του ηταν λίαν αγαπητός, αφού τον θεωρούσε βέβαιο οδηγό της σωτηρίας του. Ο ίδιος ηταν πολύ αγαπητός σε όλους τους συνασκητές του και χαίρονταν τη συνομιλία του. Λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης αρνήθηκε να δεχθεί την ιερωσύνη. Βλέποντας πως δεν εισακούεται, την ημέρα της χειροτονίας του κρύφθηκε σε μέρος που αδυνατούσαν να τον ανακαλύψουν. Χαρακτηριστικά γεγονότα φανερώνουν το μέγεθος της ανυπόκριτης φιλαδελφίας του, όταν σε μακρά οδοιπορία λαβαίνει στον ώμο του τα πράγματα και τον ίδιο τον αδελφό του συνοδοιπόρο του. Λόγω επιδρομών των Καταλανών ο Γέροντας του αναχωρεί με άλλους πατέρες για μονή της Θεοτόκου της Θεσσαλονίκης. Ο ϊδιος μή θέλοντας να έχει τις περιποιήσεις των γονέων και τις κολακείες των γνωστών, φίλων και συγγενών, αναχωρεί για τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο και καταλήγει στη Μικρά Ασία, στην Έφεσο. Επισκέπτεται την Πάτμο και άλλα νησιά και καταλήγει στην Κύπρο.
Μετά από θερμή και ένδακρυ προσευχή αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τη δύσκολη οδό της διά Χριστόν σαλότητος, απορρίπτοντας όλα τα ρούχα του και περιφερόμενος στα βουνά άστεγος και γυμνός, αλλά και στις πόλεις άγνωστος, αμίλητος, άσιτος και απρόσιτος. Νεκρός για τον κόσμο ζούσε με συνεχή νηστεία η μάλλον ασιτία. Έφθανε να τρώει μία φορά την εβδομάδα μόνο άγρια χόρτα. Δεν είχε στρώμα, στέγη, ένδυση, φιλία και γνωριμία. Ζούσε πράγματι μια ζωή σπάνια, υπερφυή, απερίγραπτη, ασυνήθιστη κι απίθανη. Εκτεθειμένος στον καύσωνα, στο ψύχος, στην καταιγίδα, τη νεροποντή, τον άνεμο, τα θηρία, τα ερπετά, και τη στέρηση απορούσε κανείς πως δεν τον επισκεπτόταν ο θάνατος. Έτσι όμως έγινε θαυμαστός στους αγγέλους και μισητός στους δαίμονες. Ο σοφός περιφερόταν ώς άσοφος και μωρός διά Χριστόν κατά τον θειο Παύλο. Αρκετοί τον θεωρούσαν παράφρονα και τον περιφρονούσαν και απομακρύνονταν από κοντά του. Μερικοί άρχιζαν να τον σέβονται και να τον τιμούν, υποψιαζόμενοι τον μυστικό άγώνα του και την επιλεγμένη σιωπή του. Με τα αγωνίσματα του πολεμούσε τη μαλθακότητα της ηδονής, την παραδοξότητα της αλαζονείας, τη θρασύτητα της υπεροψίας και την κακότητα της εμπάθειας. Ορισμένοι τον παρεξηγούσαν, τον υποπτεύονταν, τον έβριζαν κι έφθασαν να τον δείρουν ανελέητα. Εκείνος όμως είχε μια υπέροχη συγχωρητικότητα και θεωρούσε τις κατ’ αυτού ενέργειες των ανθρώπων καθαρά δαιμονοκίνητες. Ο δαίμονας όταν έβλεπε οι έντεχνες παγίδες του να καταστρέφονται από τον επιτήδειο ασκητή, του έσπερνε μύριους δεξιούς λογισμούς περί υψηλής αγιότητός του και απομακρύνσεως από την οδό που βαδίζει μέσα στον κόσμο με τόσες περιπέτειες. Μα δεν κατάφερε τίποτε να κερδίσει από τον ταπεινό εργάτη του ευαγγελίου. Κάποτε που εισήλθε σε ένα μοναστήρι παπικών που γευμάτιζαν εξήλθε αιμόφυρτος από το ξύλο που του έδωσαν θεωρώντας τον ώς απατεώνα. Παντού και πάντοτε διατηρούσε τη σιωπή, τη νήψη, την προσευχή και την ταπείνωση. “Εφθασε όμως ο καιρός που η περιφρόνηση, η κακομεταχείριση και η υβρεολογία μετατράπηκε σε θαυμασμό, δόξα και τιμή για τον όσιο. Ο ευλαβής κυπριακός λαός άρχισε να τον τιμά ώς άγιο, ενώ ακόμη ζούσε, με ιδιαίτερη αγάπη. Η τιμή όμως ενοχλούσε υπερβολικά τον άνθρωπο του Θεού, όπως άλλους η ατιμία, και έτσι αποφάσισε την αναχώρηση από τη μεγαλόνησο, όπου έζησε πολυ καιρό με υπερθαύμαστους άγώνες.
Βαρύ πένθος κατέλαβε τους Κύπριους με την αποχώρηση του. Μετά από περιπέτειες έφθασε στους Αγίους Τόπους και έγινε ταπεινός προσκυνητής του Παναγίου Τάφου και των άλλων πανίερων προσκυνημάτων. Κατόπιν επισκέφθηκε το θεοβάδιστο όρος Σινά ώς αρχάριος και ανίδεος με την ανυπέρβλητη και πρωτοφανή μετριοφροσύνη του. Επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα και εγκλείεται στα ασκητήρια πέραν του Ιορδάνου προσευχόμενος θερμά και αδιάλειπτα. Οί δαίμονες ξεσήκωσαν δυνατό πόλεμο εναντίον του ακατάφερτα, αφού είχαν να κάνουν με άφοβο και γενναίο άθλητή του πνεύματος, που δεν κάμπτεται και δειλιάζει εύκολα. Παρά τη σωματική του καχεξία, την αδυναμία και τους δαιμονικούς δαρμούς, η καρδιά του μένει προσηλωμένη στον Κύριο της δόξης, που τον αξιώνει άρρητης θεοψίας και θείας φωτοχυσίας. Η αγάπη του ηταν μεγάλη για την αφάνεια, την ασημότητα, την αδοξία και τη μυστικότητα. Ο θεός όμως τον φανέρωνε προς ωφέλεια πολλών, που συνέτρεχαν από παντού, διδάσκονταν από τη σιωπή του και ευφραίνονταν από τη γαλήνη της θέας του προσώπου του. Αρκούνταν σε μερικά νεύματα και φιλούσε τα πόδια τους. Όλοι τον είχαν για μεγάλο άγιο.
Φοβούμενος τη δόξα των ανθρώπων αναχώρησε πάλι κρυφά στη βαθύτερη έρημο για μεγαλύτερη άσκηση, ώστε να αποκάμει και να τον υπηρετούν άγγελοι. Ο Χριστός του φανερώθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε άρρητο φως και αυτή ηταν η μεγαλύτερη χαρά του. Νέοι κίνδυνοι και νέοι φοβεροί πειρασμοί τον οδήγησαν πλησίον του θανάτου, αλλά υπήρξαν αγγελοφάνειες κι ανείπωτες θειες παραμυθίες. Εισήλθε στη μονή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, όπου έγινε γνωστός και του απέδωσαν μεγάλες τιμές μοναχοί και λαϊκοί που συνέτρεξαν να τον δούν. Εκείνος όμως έμεινε ατάραχος στη φίλη ησυχία και προσευχή, αντιστεκόμενος σταθερά στις δαιμονικές πλεκτάνες. Οί δαίμονες τα έχασαν μαζί του με τη μόνιμη ανδρεία στάση του και την υπέρμετρη άσκησή του. Δεν ηξεραν τί άλλο φοβερό να του κάνουν. Συνεχώς τους καταντρόπιαζε. Τελικά τον άφησαν ησυχο, αφού είδαν ότι ο εναντίον του πόλεμός τους τον έκανε αγιώτερο. Έφθασε να μεταστεί σωματικά, ύστερα από σαρανταήμερη τελεία νηστεία, ορθοστασία κι αγρυπνία. θα νό μιζε κανείς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, ότι πρόκειται για ακίνητο άγαλμα. Είδε για τρίτη φορά τον Χριστό μέσα σε απειρόκαλο φως και γέμισε από ανεκλάλητη ευφροσύνη, γενόμενος υιός φωτός, συνομιλητής αγγέλων, φωτοφόρος και θεοφόρος, φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας, μακάριος για την καθαρότητα της καρδιάς του, λαμβάνοντας την παύλεια υιοθεσία και γευόμενος το άκτιστο θαβώρειο φως, ώς πιστός μαθητής του Κυρίου. Στη συνέχεια της ζωής του έμενε αναπόσπαστος στη θέα της καταπληκτικής εκείνης θεοφάνειας. Γι’ αυτό και δεν εκινείτο διόλου, αλλά έμενε στο ίδιο μέρος ακίνητος επί πολύ. Κατόπιν αποφάσισε να πάει υποτακτικός στο κοινόβιο του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη, προς έκπληξη των εκεί μοναζόντων, όπου ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. Η θεία χάρη που είχε μέσα του τον έκανε να επιτελεί θαύματα, να ημερεύει λιοντάρια και να τον υπακούουν. Με θεϊκή δι’ αγγέλου εντολή αναχώρησε από το μοναστήρι. Οι μοναχοί τον αποχωρίσθηκαν θλιμμένοι. Στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές. Πορεύθηκε προς τη Δαμασκό και την Αντιόχεια της Συρίας. Στον δρόμο του συνάντησε μια γυναίκα με το νεκρό παιδι της στην αγκαλιά της. Βλέποντας τα δάκρυά της και τις παρακλήσεις της το ανέστησε. Για να αποφύγει τις τιμές αναχώρησε αμέσως αλλάζοντας δρόμο. Και άλλοτε πραγματοποίησε το ίδιο θαύμα.
Με πλοίο έφθασε στην Κρήτη, όπου επί διετία ασκήθηκε στα έρημα βουνά της με υπερθαύμαστο και υπεράνθρωπο τρόπο, ώστε να ασθενήσει. Κατόπιν μετέβη στην Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ηράκλεια και την Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε σιωπηλός κι έγκλειστος στη μονή του Αγίου Διομήδους. Η φήμη όμως δεν μπόρεσε πάλι να κρυφτεί. Τον αναζήτησε ο πατριάρχης Ησαΐας και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος. Του ζητήθηκε και υπέγραψε ορθή ομολογία πίστεως, που κατανύσει τους πάντες και τους κάνει να τον τιμούν και να τον μεγαλύνουν. Έτσι ώς φυγόδοξος έφυγε ξανά για μακρυά.
Επέστρεψε στο Άγιον Όρος, το περιόδευσε σιωπηλός και ηλθε στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου είχε επιστρέψει και ο Γέροντάς του και είχε μακάρια αναπαυθεί. Ο πάντα ταπεινόφρων Σάββας προτίμησε την υπακοή. Ελυσε τη σιωπή του και έγινε ξανά εκκλησιαστικός, ψάλτης, αναγνώστης, τραπεζάρης και νοσοκόμος. Σε όλα τα διακονήματα ηταν πρόθυμος, ακριβής, προσεκτικός και αποδοτικός. Υπόδειγμα μοναχού, κυρίως στο ναό, αλλά και στο διακόνημα και στο κελλί του. Δίδασκε με το βιωμένο του παράδειγμα, το υφος και το ηθος του, τη στάση του, και την προσευχή του. Είχε πλούσια βιώματα από τη νήψη και τη θεωρία, που γίνονταν αντιληπτά από τη χαρά του και τα πολλά του δάκρυα. «Όλη η Βατοπαιδινή αδελφότητα τον παρακαλούσε να. δεχθεί την ιερωσύνη, μα στάθηκε αδύνατον, θέλοντας ν’ ασχολείται μόνο με τον εαυτό του κι όχι με τους άλλους. Απόφευγε πάντα τις τιμές, αγαπούσε υπερβολικά την ταπείνωση κι υπόμενε τις δοκιμασίες, τρέφοντας περισσή αγάπη στον ηγούμενο και τους αδελφούς του, που τους δίδασκε όλους με την ησυχη κι απαθή ζωή του. Η ζωή του στο Βατοπαίδι ηταν γεμάτη από θεοφάνειες κι αγγελοφάνειες».
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1341-1347) οι Βατοπαιδινοί αδελφοί του και οι Αγιορείτες πατέρες τον πίεσαν αφόρητα να ηγηθεί ειρηνευτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τερματισθεί ο φοβερός εμφύλιος σπαραγμός. Υπάκουσε ξανά, παρότι προείδε και προείπε ότι η αποστολή τους δεν θα έχει αίσιο τέλος. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και έπι μία εξαετία αφοσιώθηκε στην προσευχή, αφού οι λόγοι του περι ειρήνης και ομονοίας δεν εισακούονταν. Οί ένδακρεις προσευχές του για τον παρασυρμό των ανθρώπων από τα άγρια πάθη ηταν συνεχείς ενώ οι λόγοι του υπέρ συμφιλιώσεως των αντιμαχόμενων πολύ λίγοι. Με σκληρά λόγια, για πρώτη φορά, μίλησε κατά του Ανδρέα Παλαιολόγου, που ηγείτο του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη και ηταν υπαίτιος πολλών αιματοχυσιών κι ανθρωποκτονιών. Συνέχεια των πολιτικών ταραχών υπήρξαν οι εκκλησιαστικές έριδες με αρχηγό τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό, φοβερό πολέμιο του ιερού ησυχασμού και ύποκειμενικό ερμηνευτή των θείων δογμάτων. Ο όσιος Σάββας κατόπιν ουρανίων αποκαλύψεων έγινε ορθός υπερασπιστής των δογμάτων και αυστηρός επιτημητής του δεύτερου Ιούδα και Αρείου, Γρηγορίου Ακινδύνου, ακολούθου του Βαρλαάμ. Ο ίδιος ο Σάββας ηταν σύμβουλος του αυτοκράτορας Ιωάννου ΣΤ του Καντακουζηνού, τον όποιο στήριζε με τις προσευχές του και υπήρξε υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.
Ο αυτοκράτορας πρότεινε στην Εκκλησία την εκλογή του Σάββα ώς πατριάρχη και όλοι συμφώνησαν απόλυτα. Εκείνος όμως επίμονα αρνήθηκε. Αναγκάσθηκε να έλθει ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τη συνοδεία του για να τον πείσει, αλλά στάθηκε τελείως αδύνατο, παρότι τον παρακαλούσε ικετευτικά έπι ημέρες και είχαν ετοιμασθεί όλα τα της χειροτονίας του. Η ταπείνωση του δεν τον άφηνε να ανέρχεται αλλά μόνο να κατέρχεται, να κρύβεται, να κάνει τον σαλό, τον αμαθή, να σιωπά. Έφθασε, κατά τον βιογράφο του, στην ακρότητα όλων των αρετών και έγινε υπερφυής συμμέτοχος στη αγγελική εκείνη αϋλία και καθαρότητα, χωρίς κάν να υστερήσει. Ως απαθής έφθασε στην αρίστη ταπεινοφροσύνη και στο μέγα της αγάπης μυστήριο. Πέρασε την τελευταία εξαετία της ζωής του σχεδόν έγκλειστος στη μονή της Χώρας. Προείδε το τέλος του και το ανάφερε στον μαθητή του, λέγοντάς του λόγους περί ταπεινοφροσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά περί το 1349.
Πράγματι η βιογραφία του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου αποτελεί εξαιρετικό αγιολογικό κείμενο. Είναι ένα από τα καλύτερα αθωνικά συναξάρια, το όποιο γράφθηκε προς ενίσχυση των συγχρόνων και πνευματική ανάταση των μοναχών. Ο βίος υπάρχει σε αρκετά αγιορειτικά χειρόγραφα.
Αναφέρεται πως τον Οκτώβριο του 1840, όταν γίνονταν επισκευές στο οστεοφυλάκειο τοϋ κοιμητηρίου της μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα οστά ενός μοναχού να ευωδιάζουν. Τοϋ απεδόθη το όνομα Ευδόκιμος. Ο ασκητής Ιάκωβος ανέφερε στη σύναξη της μονής ότι πρόκειται για τον όσιο Σάββα τον Βατοπαιδινό, προφανώς ύστερα από κάποια αποκάλυψη. Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης αναφέρει πως ο όσιος Σάββας παρουσιάσθηκε σε Βατοπαιδινό Γέροντα Κελλιώτη, τον όποιο θεράπευσε από ασθένεια, και τοϋ είπε: «Δεν λέγομαι Ευδόκιμος, άλλα Σάββας Μοναχός. Πλην να ειπής εις τους Πατέρας της Ιεράς Μονής να με αποκαλώσιν Εύδόκιμον».
Ο όσιος Σάββας δεν αναφέρεται στους συναξαριστές.
Ή μνήμη του τιμάται στις 5 Οκτωβρίου και στις 15 Ιουνίου, την Τετάρτη της Διακαινησίμου μετά των Σιναϊτών Αγίων και στις 10 Ιουλίου μετά των Βατοπαιδινών Αγίων. Πλήρη ασματική ακολουθία προς τιμή του συνέθεσε ο κος Φ. Α. Τζελέπης.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου