ΧΑΡΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ
ΕΥΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ.



Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΤΟΝ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΜΟ,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΠΙΣΤΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΓΙ'ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙἈΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!!!!!!!!


Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΘΕΛΕΙ ΟΧΙ Ν΄ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ,ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΟΥΝ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΤΟ ΦΡΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΙΣΤΗ.
ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ







ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΘΕΣΗ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;


1.Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

2.Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ;

3.Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

4.ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ;






ΑΡΑΓΕ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ;



ΤΡΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Α) ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Β)ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Γ)ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ.

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ




















Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

 ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
 
   Ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους του γένους, επιφανής θεολόγος και απ’ τους κατ’ εξοχήν πνευματικούς ηγέτες του ρεύματος της «Φιλοκαλικής αναγεννήσεως», γνωστής και ως κινήματος των Κολλυβάδων. Το κείμενο διαμορφώθηκε με αποσπάσματα από το Αγιολόγιο των τοπικών αγίων της μητρόπολης Θεσσαλονίκης.
Γεννήθηκε στο χωριό Κώστος της Πάρου γύρω στο 1722. Πρωτότοκος γιος του Σιφνίου Αποστόλου Τούλιου και μιας Παριανής, ο Αθανάσιος θα μείνει γνωστός σε όλους με την επονομασία Πάριος. Από πολύ νωρίς ο ευκατάστατος πατέρας του φρόντισε ο γιος του να εισαχθεί στον δρόμο της γνώσεως και των γραμμάτων, εγγράφοντάς τον αρχικά στα εκπαιδευτήρια της γενέτειράς του Πάρου και αργότερα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, σε ένα άλλο, ανώτερο, από εκείνα που λειτουργούσαν την εποχή εκείνη στην περιοχή των Κυκλάδων.
Το 1745 ο Αθανάσιος αναχώρησε για τη Σμύρνη και εγγράφηκε στη Σχολή του Γένους -κατοπινή Ευαγγελική Σχολή- την οποία είχε ιδρύσει το 1733 και διηύθυνε ο μοναχός Ιερόθεος Δενδρινός από την Ιθάκη, άνδρας σπάνιας μορφώσεως και διδάσκαλος πολλών γνωστών λογίων της εποχής του. Επτά χρόνια μαθήτευσε κοντά του και το 1752 μετέβη στο Άγιον Όρος και γράφηκε στην Αθωνιάδα. Ευτυχής συγκυρία ήταν το ότι τη διεύθυνση της Σχολής είχε ο εκ Πατρών μοναχός Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (ο οποίος και την είχε ιδρύσει), που διακρινόταν για την ευρυμάθεια και την προσήλωσή του στην παράδοση της ορθόδοξης διδασκαλίας. Αυτοί οι δύο άνδρες και διδάσκαλοι του Παρίου ήταν εκείνοι που διαμόρφωσαν ουσιαστικά την προσωπικότητα του μαθητή τους, επηρεάζοντάς τον συνάμα στο να τηρήσει σε όλο το επιστημονικό του έργο αυτή την αυστηρά ορθόδοξη χροιά, για να χαρακτηριστεί ως ο πλέον παραδοσιακός από τους πνευματικούς άνδρες των χρόνων του.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το 1753 ο περίφημος λόγιος ιεροδιάκονος από την Κέρκυρα Ευγένιος Βούλγαρης διαδέχθηκε τον Νεόφυτο στη διεύθυνση της Αθωνιάδος. Παρ’ όλη όμως την επιστημονική ευρυμάθεια που τον διέκρινε -χαρακτηρίστηκε ως ο «νέος Αριστοτέλης της Ελλάδος»- δεν στάθηκε παράδειγμα μίμησης για τον Πάριο. Μάλιστα ο Πάριος αποδοκίμασε τη διδασκαλία του θεωρώντας την ως μη εκφράζουσα πλήρως την ορθόδοξη παράδοση. Ασχέτως όμως με τη διαπίστωσή του αυτή, ωφελήθηκε πολύ από τον Βούλγαρη, τελειοποιώντας μαζί του τις γνώσεις του στα φιλοσοφικά και τις ξένες γλώσσες.
Ύστερα από τετραετή φοίτηση στην Αθωνιάδα και αριστεύοντας σε όλα τα μαθήματα, αναλαμβάνει θέση καθηγητή στη Σχολή βοηθώντας κατά πολύ τον διδάσκαλό του στο δύσκολο έργο της Σχολαρχίας. Την περίοδο αυτή χειροτονείται διάκονος, προφανώς με σύσταση του Ευγενίου.
Ενόσω βρισκόταν και δίδασκε στον Άθω, η Σχολή του Γένους της Θεσσαλονίκης δεν είχε διευθυντή. Οι Θεσσαλονικείς γνωρίζοντας καλά το έργο και την προσωπικότητα του Παρίου ζήτησαν από τον Ευγένιο να αναλάβει ο Αθανάσιος τη διεύθυνσή της. Εκείνος του το προτείνει, αλλά ο ταπεινός Αθανάσιος με χίλιες δυο προφάσεις αρνείται. Δεν καταφέρνει όμως να εμμείνει στην απόφασή του...
Δύο χρόνια οι Θεσσαλονικείς απόλαυσαν τη διδασκαλία του στη Σχολή και τα φλογερά του κηρύγματα στους ναούς. Δυστυχώς η επιδημία πανώλης που ενέσκηψε στην πόλη ανάγκασε τη Σχολή να διακόψει τα μαθήματά της, τον δε Αθανάσιο να αναχωρήσει για την Κέρκυρα γύρω στα 1760.
Εκεί ο Αθανάσιος παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φυσικής και ρητορικής στην ιδιωτική Σχολή του Νικηφόρου Θεοτόκη, διάσημου επιστήμονα και φίλου του διδασκάλου του Ευγενίου, συμπληρώνοντας και διευρύνοντας έτσι τις γνώσεις του. Η παραμονή του όμως και εδώ δεν διήρκεσε πολύ. Ο συμμαθητής του στην Αθωνιάδα και ιδρυτής της «Παλαμαίας Σχολής» του Μεσολογγίου, Παναγιώτης Παλαμάς, ο Θεσσαλός, τον προσκάλεσε να πάει και να διδάξει εκεί. Ο Αθανάσιος υποχώρησε στις πιέσεις του φίλου του Παλαμά και πήγε στο Μεσολόγγι, όπου με συνέπεια εργάστηκε έως την αναχώρησή του για τη Θεσσαλονίκη το 1767.
ΞΑΝΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩ - ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ
Το έτος 1771 μετατέθηκε ο σχολάρχης της Αθωνιάδος Σέργιος Μακραίος στη Μεγάλη Σχολή της Βασιλεύουσας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο κάλεσε τον Αθανάσιο να αναλάβει τη διεύθυνσή της. Εκείνος αποδέχτηκε την πρόταση και μετέβη στο Άγιον Όρος για να αρχίσει το δύσκολο έργο του.
Δεν ήταν γραφτό όμως να συνεχιστεί το αξιόλογο έργο που επιτελούσε ο Πάριος ως σχολάρχης και το Πατριαρχείο διαψεύστηκε στις προβλέψεις του. Η ανάμιξή του στην περί μνημοσύνων έριδα, που τα χρόνια εκείνα συγκλόνιζε το Άγιον Όρος, καθώς και η πολεμική του προς κάθε τι που θεωρούσε νεοτερισμό αλλιώτικο του χαρακτήρα της ορθόδοξης παράδοσης, είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από το Όρος και τη σχολαρχία μαζί με τους φίλους και ομοϊδεάτες του, αγίους Νικόδημο τον Αγιορείτη και επίσκοπο Κορίνθου Μακάριο τον Νοταρά. Επίσης καθαιρέθηκε με συνοδική απόφαση από το ιερατικό αξίωμα -βαθμό που λίγα χρόνια πριν είχε λάβει από τα χέρια του Αγίου Μακαρίου- εξαιτίας των συκοφαντιών που εκτοξεύθηκαν εναντίον του στο Πατριαρχείο, το έτος 1776, επί πατριάρχου Σωφρονίου.
Δεν άργησε όμως να αρθεί η παρεξήγηση μεταξύ Πατριαρχείου και Παρίου. Με ομολογία πίστεως που ο Αθανάσιος έστειλε στο Πατριαρχείο, αθωώθηκε πανηγυρικά και ανέκτησε το αξίωμα του πρεσβυτέρου το έτος 1781 επί πατριάρχου Γαβριήλ.
Φεύγοντας από το Άγιον Όρος ενέδωσε στην επίμονη παράκληση των Θεσσαλονικέων να έρθει ξανά στην πόλη τους και να αναλάβει την άλλη Σχολή της, το περίφημο Ελληνομουσείο. Για μία φορά ακόμη η Θεσσαλονίκη είχε την ευτυχία να απολαύσει τόσο τη διδασκαλία του όσο και την απ’ άμβωνος ψυχωφελέστατη οικοδομή που προσέφεραν τα κηρύγματά του.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΑΣΗ Η ΧΙΟΣ
Ήταν τέλη του φθινοπώρου του 1786, όταν αποφάσισε να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής του, που ήταν η επάνοδός του στη γενέτειρά του, Πάρο, και η προσφορά των διδασκαλικών του υπηρεσιών στους συμπατριώτες του. Ανεχώρησε από τη Θεσσαλονίκη για εκεί, όμως ρωσοτουρκικές διενέξεις που συνέβαιναν στην περιοχή του Αιγαίου ανάγκασαν το πλοίο του να προσαράξει προσωρινά στη Χίο.
Οι Χίοι, θεωρώντας εξαιρετική ευκαιρία να έχουν στο νησί τους έναν διδάσκαλο της ολκής του Παρίου, του πρότειναν να αναλάβει τη διεύθυνση της Σχολής τους. Η πρότασή τους δεν έγινε αρχικά δεκτή από τον Αθανάσιο, ύστερα όμως από πιέσεις του αγίου Μακαρίου Νοταρά, που την εποχή εκείνη βρισκόταν και ησύχαζε στο νησί, και του κοινοβιάρχου Νήφωνα, αποφάσισε να διδάξει στη Σχολή ως απλός καθηγητής της Ρητορικής.
Με τη λήξη των διενέξεων ο δρόμος άνοιξε και ο Αθανάσιος ετοιμάστηκε να φύγει για την Πάρο. Στην απόφασή του αυτή σύσσωμος ο λαός της Χίου με επικεφαλής τον μητροπολίτη Χίου Γαβριήλ αντιτάχθηκε, εκλιπαρώντας τον να μείνει και να συνεχίσει τα μαθήματά του στη Σχολή. Το δίλημμα για τον Αθανάσιο ήταν μεγάλο. Από τη μια η νοσταλγία για την πατρίδα του και από την άλλη το καθήκον του διδασκάλου που τον καλούσε να παραμείνει. Τελικά το δεύτερο επικράτησε και ανέλαβε τη σχολαρχία των δημοσίων σχολείων, τα οποία ένωσε σε μια διδακτική μονάδα για να τα οργανώσει αργότερα το 1792, σαν Δημόσια Σχολή Χίου, το κατοπινό Γυμνάσιο Χίου. Στις μέρες του η Σχολή γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και έγινε γνωστή ακόμη και εκτός Ελλάδος, ενώ ένα πλήθος μαθητών που απεφοίτησαν από αυτή απέβησαν πραγματικοί ιεραπόστολοι στα δύσκολα εκείνα χρόνια για το Γένος και την Εκκλησία.
Ποθώντας την ηρεμία, ενενήντα ετών πλέον, αποσύρθηκε στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρεστά, όπου ήδη εφησύχαζαν ο μαθητής του Νικηφόρος μαζί με τον υποδιδάσκαλο της Σχολής Χίου ιεροδιάκονο Ιωσήφ τον εκ Φουρνά. Όμως ούτε εκεί σταμάτησε τη συγγραφική του δραστηριότητα.

Στις 24 Ιουνίου του έτους 1813 και ενώ είχε προετοιμαστεί κατάλληλα, ο Αθανάσιος τελείωσε οσιακά τον επίγειο βίο του πλήρης ημερών και μέσα σε ζηλευτή μακαριότητα, καταλείποντας ένα πλουσιότατο συγγραφικό έργο, σε αντίθεση με τα λιγοστά προσωπικά του είδη.
 

  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου